Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

 


Ο κόκορας και τα χρυσά φλουριά

Τα παλιά χρόνια σ’ ένα μικρό χωριό της Ηπείρου ζούσανε ένας γέρος στη μία
άκρη του χωριού και μια γριά στην άλλη.

– Κουκουρίκουουου…, κάθε πρωί, μόλις έφεγγε ο ήλιος, ακουγότανε η φωνή
του κόκορα του γέρου.

– Αχ, καλέ μου κόκορα, μόνη μου παρηγοριά, να ‘κανες και κανένα αυγό να
΄χουμε να τρώμε, τι καλά που θα ‘τανε.

– Κουκουρίκουουου, απαντά ο κόκορας σκαρφαλωμένος στον φράκτη της
αυλής του καλυβόσπιτου του γέρου. 

– Κο, κο, κο, … στην άλλη άκρη του χωριού κακαρίζει η χοντρούλα κότα της
γριάς και κάνει ένα μεγάλο-μεγάλο αυγό. 

– Μπράβο κότα μου αγαπημένη. Αχ! Τι μεγάλο αυγό. Θα φάω πάλι σήμερα,
λέει η γριά παίρνοντας το αυγό απ’ τη φωλιά της κότας. 

Μια μέρα, έρχεται ο γερο-χωριάτης στο καλύβι της γριάς και της λέει:

– Ε, γριά. Δώσε μου ένα αυγό να φάμε εγώ και ο κόκορας μου που πεινάμε.

Που να του δώσει η τσιγκούνα η γριά. Πιάνει τον γέρο το παράπονο και μια
άλλη μέρα που πάλι η γριά δεν θα του δώσει αυγό, ο γέρος της λέει:

– Γριά θα ‘ρθει μια μέρα που και συ θα μου ζητήσεις κάτι και τότε εγώ δεν θα
σου δώσω.

Γυρίζει ο γέρος μετά στο καλυβάκι του και λέει στον αγαπημένο του κόκορα: 

– Όλο λαλείς, κοκορίκου – κοκορίκου… τι να το κάνω κόκορα μου; Αυγά να
γέναγες να ‘χουμε να τρώμε. Άλλος στη θέση μου τώρα που ‘χει κρύο, θα σ’
έσφαζε και θα σ’ έκανε σούπα να σε φάει να ζεσταθεί το κοκαλάκι του…

Ο κόκορας τόσο που φοβήθηκε από τα λόγια του γέρου που άπλωσε τα
φτερά του και πέταξε μακριά ώσπου έφτασε στο περιβόλι του βασιλιά και
πλατς πέφτει μέσα και αρχίζει να τρώει φρούτα και να λαλάει:

– Πού είναι αυτός ο κόκορας που λαλάει τόσο ωραία; Φέρτε τον αμέσως να
τον δω, διατάζει ο βασιλιάς τους υπηρέτες του.

Τρέχουν οι υπηρέτες, πιάνουν τον κόκορα και τον πάνε στον βασιλιά που
είπε:

– Τι όμορφος κόκορας! Τον θέλω να ζήσει κοντά μου, να τον ακούω κάθε
πρωί να λαλεί. Προσέχετε υπηρέτες μην πετάξει και σας φύγει. Να τον
κλείσετε στην αποθήκη με τον θησαυρό μου και κάθε μέρα να τον ταΐζετε
κριθάρι κι ό,τι άλλο θέλει.

Κικιρίκουουου άκουγε ο βασιλιάς κι όλο το παλάτι τον χορτάτο κόκορα κάθε
πρωί να λαλεί, μα σαν περάσανε λίγες ακόμα μέρες ο κόκορας, που έβλεπε
την αποθήκη με το θησαυρό του βασιλιά σαν φυλακή, άρχισε να
στεναχωριέται.

– Αχ, πώς να φύγω; Τι να κάνω; Σκέφτηκε – σκέφτηκε και βρήκε τη λύση…

Άρχισε, λοιπόν, να μην τρώει και τη νύχτα κατάπινε φλουριά από το θησαυρό
του βασιλιά και μετά έπεσε στο πάτωμα και έκανε τον ψόφιο…

– Αχ, πέθανε ο κόκορας, είπε λυπημένος ο βασιλιάς, δε θα με ξυπνά πια με τη
γλυκιά φωνή του. Πάρτε τον και πετάξτε τον έξω από το περιβόλι, να μην τον
βλέπω.

Οι υπηρέτες πετάξανε τον κόκορα που παρίστανε τόση ώρα τον ψόφιο, έξω
από το περιβόλι και φύγανε. Εκείνος τότε, άπλωσε τα φτερά του και όπου
φύγει – φύγει…

– Κικιρίκουουου…

Με το που ακούει το λάλημα του κόκορα, πετάγεται έξω από το καλυβάκι του
ο γερο-χωριάτης και,

– Γύρισες κόκορα μου; Κόντεψα να πεθάνω από τη λύπη μου, νόμιζα πως
πέθανες στα χιονισμένα βουνά. Έλα πεινάς; Έχω λίγο ψωμάκι.

– Κικιρίκουουου, γέρο – φίλε και αδελφέ μου, κρέμασέ με ανάποδα με το
κεφάλι κάτω, από ένα σκοινί και τίναξέ με μ’ ένα ραβδί, γρήγορα μην αργείς.

Ο γέρος έκανε ό,τι του ζήτησε ο κόκορας και τα ‘χασε τα μυαλά του όταν είδε
πως με κάθε ραβδιά ο κόκορας γεννούσε κι από ένα φλουρί…

Κικιρίκουουου… Κάθε πρωί που λαλούσε ο κόκορας ξυπνούσε όλο το χωριό
με την ωραία του φωνή και γεννούσε κι ένα χρυσό φλουρί!

Μια μέρα έρχεται και η γριά με την κότα της, στο καλύβι του γέρου.

– Ε, γέρο. Η κότα μου γεννά αυγά, δεν γεννά χρυσά φλουριά σαν τον κόκορα
σου. Δώσε μου και μένα φλουριά ή πες μου το μυστικό να γεννά κι η κότα μου
φλουριά.

– Θυμάσαι γριά που όταν πεινούσα σου ζητούσα αυγά και δεν μου έδινες; Αν
μου είχες δώσει, τότε, τώρα και εγώ θα σου έδινα φλουριά. Φύγε.

– Αχ, κότα μου, κοτούλα μου, μουρμουρίζει η γριά γυρίζοντας στο καλύβι της.
Εσένα, μοναχιά σου, έπρεπε να στείλω στον κόκορα να σου πει το μυστικό.
Από καιρό είχα καταλάβει πως είναι ερωτοχτυπημένος μαζί σου.

– Κικιρίκουουου…

– Κο, κο, κο, απαντά η κότα, το άλλο πρωί που ήρθε να τον βρει. Πες μου
καλέ μου κόκορα πώς να γεννώ και γω χρυσά φλουριά.

– Αν θέλεις κυρά κότα να γεννάς φλουριά, όπως και γω, πρέπει να τρως όλο
φίδια. Ύστερα να πας στην κυρά σου και να της πεις να σε ραβδίσει.

Αμέσως η άπληστη κότα έτρεξε στο δάσος και βρήκε φίδια. Τα έφαγε, γύρισε
στο κοτέτσι της και είπε στη γριά:

– Κρέμασέ με γριά μου από τα πόδια, με το κεφάλι προς τα κάτω και πάρε ένα
ραβδί να με τινάξεις.

Όταν η γριά άρχισε να ραβδίζει την κότα, αμέσως πετάχτηκαν τα φίδια από το
στόμα της και δάγκωσαν την καημένη τη γριά…

Από την λαϊκή μας παράδοση. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  XVI Χαρὰ χαρά. Δὲ μᾶς νοιάζει τί θ᾿ ἀφήσει τὸ φιλί μας μέσα στὸ χρόνο καὶ στὸ τραγούδι. Ἀγγίξαμε τὸ μέγα ἄσκοπο ποὺ δὲ ζητᾷ τὸ σκοπό του. ...