Δευτέρα 27 Ιουνίου 2022

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ' έναν λόγγο ένας λύκος και μια αλούπα. Το λύκο τον ήλεγαν κυρ-Νικόλα και την αλούπα κυρα-Μάρω. Κατ’κούσαν στον ίδιο λόγγο και δε γνώριζε ο ένας τον άλλο. Μια νύχτα, εκεί που βγήκαν απ' την κοίτη τους και γκιζερούσαν* να βρουν τίποτα να φάν᾽, έσμι ξαν και χαιρετ’θήκαν. «Καλησπέρα, κυρα-Μάρω», λέει ο λύκος. «Ω! καλώς τον κυρ-Νικόλα... τι γίνεσαι, κυρ-Νικόλα, πώς τα περνάς, πώς πάν' τα κελεπούρια;*», του λέει πάλε η κυρα-Μάρω. «Όχι και τόσο καλά… δυσκολίες και κεσάτια*. Αμ' εσύ κυρα Μάρω, πώς τα καταφέρνεις;». «Κι εγώ κεσάτια έχω, με τα ζη και με τα βιας πορεύομαι». «Όπως γλέπω, κυρα-Μάρω, κι εσύ στενοχώριες έχεις κι εγώ τι ίδιο. Δε γινομέστε βλάμηδες*, να κυνηγούμ' αντάμα κι ό,τι βρί σκομε να το μοιραζομέστε; Σαν καλύτερα θα πορέψομ’* έτσ’ συντροφιά». «Μωρ' αυτό που 'θελα να στο πω εγώ, μου το πρόφτακες καιμου τόειπες εσύ, κυρ-Νικόλα», του λέει η αλούπα. «Ακούς εκεί! Γινομέστε και παραγινομέστε. Συντροφιά και μοιρασιά στη μέση κι έτσ' δε θα πεθάνομε τ᾿ς πείνας. Εσύ 'σαι άξιος για τα χοντρικά, γίδια, πρόβατα, μουσκάρια, ζαρκάδια. . . εγώ πάλε για τ' ορεχτικά, τα τρυφεράδια, για τ’ς λαγούς, τ'ς πέρδικες, τ’ς κότες κι έτσ' το τραπέζι μας θάειναι ολοένα γιομάτο. Μωρέ, πο' 'δωκ' ο Θεός κι ανταμωθ’καμαν απόψε σαν καλοί γειτόνοι και συμφωνήσαμαν... Δε σου είπα κι ένα άλλο, κυρ-Νικόλα, ένα χαϊρλί*, που θα φχαριστηθείς πολύ...». «Μωρ’, έχομε και χαϊρλίτικα χαμπέρια* και δεν το ξέρα! Πες το μου, κυρα-Μάρω», τ'ς λέει ο λύκος. «Εδώ και δυο τρεις μέρες μου ᾿ρθ' ένα φιρμάνι* από το βασι λιά να μη με κυνηγούν τα σκυλιά. Άμα βγάλω και διαβάσω αυτό το φιρμάν ...κόκαλο! Σταματούν στον τόπο όλα τα σκυλιά, δε με κυνηγούν, γιατί έτσ' διατάζ, ο βασιλιάς», λέει η αλούπια. «Μωρ' να μου ζήσεις, κυρα-Μάρω, με τα χαμπέρια σου. Τι αρχοντική ζωή έχομε να περάσομε οι δυο μας, αφού έχομε και τέτοιο φιρμάν’. Άιντε τώρα να φέρομε καμιά γύρα, γιατί μ' έκοψε η πείνα», λέει ο λύκος. «Άιντε», λέει η αλούπα, «γιατί κι εγώ έχω δυο μέρες νηστική κι ίσα που ζυγαριάζω* στα ποδάρια μου, μου κόπ’καν τα γόνατα 'πο τη νηστικοσύνη*». Εκεί που γκιζερούσαν κι οσμούσαν για να βρουν τίποτες να φαν”, πύρ' η αλούπα μια κρήνα* γιομάτη μέλι και λέει του λύκου: «Για εδώγια, βλάμη, μια κρήνα με μέλ' γλυκό γλυκό, μόν' άιντε κείγια* πέρα να ξαποστάσομε κι ύστερα ερχομέστε και το τρώμε με την ησυχία μας». Και πήγαν κι έκατσαν μέσα σ' ένα λογγάρ᾽ παραπέρα ἀπό την κρήνα, παράμερα. Εκεί που κάθουνταν μισονύσταξαν, «Όρσε!*», φωνάζ' η αλούπα και πετάγεται να πάει να δει ποι ος τ’ς φώναξε, κι άμα γύρ σε τ'ς λέει ο λύκος: «Εγώ δεν άκ’σα καμιά φωνή, ποιουνού είπες “όρσε”;»«Α!, κοιμόσουν», του λέει η αλούπα, «με φώναξε ο κουμπά ρος μου, το κουνάβ’, να πάω να του βαφτίσω ένα παιδί. Δε θ' αργή σω και πολύ… εδώγια να σε βρω, να μη σαλέψεις από δω». Κι έκανε πως φεύγ' ίσα πέρα. Μα στρίβει κρυφά κρυφά, πάει στην κρήνα και τρώει μέλ', ώσπου το πάει στη μέση κι ύστερα ήρθε στο λύκο. «Άι, το Βάφτισες το παιδί; Πώς τόειπες;» τ᾿ς λέει ο λύκος. «Α, το Βάφτ’σα», λέει η αλούπα, «και το 'βγαλα δυο ονόματα, Αρχινιστή και Μεσαστή, ένα για την ημέρα κι ένα για τη νύχτα. Έτσ᾽ ήθελαν οι γονήδες του, μόνο ας κοιμηθούμε ψίχαλα* κι ύστερα πάνομε για το μέλ’», κι έκανε πως ρουχάλιζε και κοιμού νταν. Εκεί που ρουχάλιζε, δίνει μια και πετάγετ' ορθή και κρέν’* πάλε: «Όρσε, ποιος είναι;» και ρέντεψε* να ιδεί τάχα ποιος τ’ς έκρη νε * κι άμα γύρισε λέει στο λύκο, έτσ' σα πεισμωμένη: «Να πάρ' ο διάολος, όλες οι κουμπαριές απόψε ξέπεσαν; Μόνο δεν μπορώ να χαλάσω το χατίρ' του αγριγιόγατου, γιατ' έχομε παλιές φιλίες. Θα πάω όπως όπως να του βαφτίσω κι αυτουνού το παιδί. ας είμαι κι άυπνη... κι αυτός κάποτε μου 'χε βρεθεί σε μια στενοχώρια και με δάνεισε, όντας έκαμα το γάμο του παιδιού μου. Για ήρθε καιρός να το ξεπληρώσω το καλό που μο’'κανε. Τι να κάνεις; Αυτό θα πει να έχει κανένας φίλους και να 'ναι γνωρι σμένος με κόσμο... μόνο κάτσ᾽ αυτούγια, κυρ-Νικόλα, κι εγώ δεν αργάω... θα 'ρθω γλήγορα, δε θα χασομερήσω»..Έφ'γε η αλούπα κι απ' άλλη μεριά πάνει στην κρήνα, τρώει και τ' άλλο το μέλι, αναποδογυρίζω την κρήνα και γυρίζ' πάλε στο λύκο. «Άι, το βάφτισες το παιδί, κυρα-Μάρω; πώς τόειπες;» τ᾿ς λέει ο λύκος. «Μωρ' το βάφτισα, το μύρωσα, όλα τα χρέα* του 'κανα. Τόει πα κι Αναποδογυριστή και πώς τ’ς άρεσε το όνομα!... είχαν και τραπέζι, μόν' δεν έκατσα να φάω... Έχω το βλάμη μου, τον κυρ Νικόλα μονάχον, τ'ς είπα, βιάζομαι να φύγω. Ούτε χαψιά δεν έβα λα στο στόμα μου. Σήκου τώρα να πάμε να φάμε το μέλη, γιατί κοντεύω να πεθάν' από την πείνα». Κίν’σαν και πήγαν στην κρήνα, μόν' την πύραν αναποδογυρι σμέν' κι ούτε σπυρί μέλι μέσα. «Α! τι μας έφιακαν», λέει η αλούπα, «η συμπεθερά μου, η αρκούδα, θα πέρασ' απ' εδώ και θα το 'φαγε. Αυτή το παρακυνη γάει το μέλι, μόν' ας είναι. Εμείς θα βρούμε άλλο κελεπούρ᾽, καλύ τερο. Για, τώρα που γύριζα από τα βαφτίσια, άκουσα αυτού για παρακατίτσα κουδούνια ἀπό γιδοπρόβατα. Είναι το μαντρί τού Γιώργο Τσάτσα. Εκεί να πάμε να 'κονομηθούμε. «Το ξέρω κι εγώ αυτό το μαντρί. Πήγα τ᾿ς προάλλες ένα βράδυ, μόνο δεν μπόρεσα να κολλήσω τίποτες. Έχει κάτι σκυλιά!». «Αμ, αστόησες πάλι;», του λέει η αλούπα, «δε σούειπα πολλη ώρα*, ότι έχω το φιρμάν' τού βασιλιά και δε μας πειράζνε τα σκυ λιά;». «Α, καλά λες... καλά λες... αστόησα», λέει ο λύκος. «Τότε, αςπάμε, αλλά ποιος θα μπει μέσα στο γρέκι;*». «Εσύ, ποιος άλλος; Εγώ θα φυλάω», λέει η αλούπα, «κι άμα σου ριχτούν τα σκυλιά, θα διαβάσω το φιρμάν' κι έτσ᾽ γλιτώνομε». Κίν’σαν γάλια ᾽γάλια και πήγαν κοντά στο γρέκι. Ούτε ο τζιο μπάνος τούς κατάλαβε, ούτε τα σκυλιά. Η αλούπα έκατσε ψίχα* μακριγιά, για να φ’λάει, κι ο λύκος ζύγωσε στο γρέκι, ρίχτηκε μέσα στο κοπάδ’ κι άρπαξε μια λάγια* προβατίνα, τετράπαχη, τ'ς Βάν' δυο δοντιές και τ’ν αφήν' κι αρπάζ' ένα γκεσέμ’* σιούτο*, που 'χε ένα μεγάλο κυπρί*, μόν' δεν πρόφτακε καλά καλά να το λαβώσ' και το κοπάδι σκιάχτηκε, ζαρλατίστηκε *, ανακατεύτ’κε μέσα στο γρέκι. Παίρν χαμπέρ' ο τζιομπάνος, πετάγετ' ορθός, «ωντέρα...ωμπούρα!», λέει στα σκυλιά, οσμούνται τα σκυλιά το λύκο, ρίχνονται καταπάνω του την ώρα πο’’βγαιν΄ από το γρέκι με ένα μηλιόρι* στο στόμα, τον προφταίνουν και γκαπ απέδω, γκαπ απέκει, του Βαλαν κάμποσες δοντιές, τον πιάν’ από τ' αυτί με τα δόντια μια σκύλα κολοβή, του πέφτ' από το στόμα το μηλιόρ’, του ρίχνουνται άλλα δυο σκυλιά και τον δαγκάνουν γερά, που δεν μπο ρεί να σπαράξ’* από τον τόπο και να ξεφύγ'. Τα έχασε ο κυρ-Νικό λας και τότες ο χαντακωμένος θυμήθ' κε το φιρμάνι και φωνάζει τ'ς αλούπας: «Το φιρμάν’, κυρα-Μάρω, το φιρμάν ... αμάν... διάβασ’ το φιρμάν’!». Η αλούπα, που είχε φύγ᾽ σιαπέρα, άμα άκουσε τα σκυλιά, του απ’λογήθηκε από μακριγιά και του είπε: «Δε φέγγ' να τα διαβάσω. Στο καραλίκι* φιρμάνια δε διαβάζουνται, κυρ-Νικόλα, δε διαβάζουνται…», και τρύπωσε κάτ' στο λόγγο. Σε λίγο πάει ο τζιομπάνος και μ΄ ένα τσεκουρέλ’* τον σκότωσε το λύκο εκεί που τον είχαν πιασμένο τα σκυλιά. Κι έζησε η αλού πα καλά κι ο Γιώργ’ Τσάτσας ακόμα καλύτερα. Και το τουμάρ' τού λύκου το πούλησε ο γιος του, ο Βαγγέλης, εκεί στον Περδίκη, τον τουμαρά, από τη Σιάλεση, τρίγια μετζήτια* και κάρτο. Απο το βιβλιο:Λαικα παραμυθια της Ηπειρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  XVI Χαρὰ χαρά. Δὲ μᾶς νοιάζει τί θ᾿ ἀφήσει τὸ φιλί μας μέσα στὸ χρόνο καὶ στὸ τραγούδι. Ἀγγίξαμε τὸ μέγα ἄσκοπο ποὺ δὲ ζητᾷ τὸ σκοπό του. ...