Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2021

 ι Η Αλεπού και ο Υπερόπτης Μνηστήρας: Κάποτε, μια πεινασμένη αλεπού περιπλανιόταν στο δάσος όταν ένα τραγούδι έφτασε στ’ αυτιά της και απ’ την κορυφή του αντικρινού λόφου είδε να ξεπροβάλει ένα φτερό ερωδιού. Η αλεπού, για μια στιγμή πίστεψε πως επρόκειτο για ένα πουλί κι ετοιμάστηκε να του χιμήξει. Αμέσως, όμως, κατάλαβε πως στην πραγματικότητα ήταν ένας άνδρας ονόματι Φτερό Ερωδιού κι ότι το φτερό που είχε δει ήταν μέρος του gustoweh, του καπέλου του. Ο άντρας κατευθυνόταν στο γειτονικό χωριό με σκοπό να εντυπωσιάσει μια νέα, τραγουδώντας στη διαδρομή, καυχούμενος για τη γενναιότητα του, την ενδυμασία του και τις ικανότητές του στο ψάρεμα. Πράγματι, η αλεπού μπορούσε να μυρίσει τα ψάρια που κουβαλούσε στο δισάκι του κι έτσι, ενώ ως τότε κρυβόταν από φόβο ότι ο άντρας θα τη σκότωνε για να της πάρει το δέρμα, μεμιάς ένα σχέδιο άρχισε να πλέκεται στον νου της. Προσποιούμενη την ψόφια, άφησε τον άντρα να την πιάσει και, χαρούμενος όπως ήταν που πλέον θα είχε να δείξει και μια νεκρή αλεπού στη μέλλουσα νύφη του, ισχυριζόμενος ότι την είχε σκοτώσει ο ίδιος, να τη βάλει στον σάκο με τα ψάρια. Η αλεπού τότε, άνοιξε μια τρύπα στον πάτο του σάκου, ρίχνοντας ένα-ένα τα ψάρια στον δρόμο, πριν πέσει κι η ίδια. Όταν, λοιπόν, ο άντρας έφτασε στο χωριό της μέλλουσας νύφης του, έχοντας προσελκύσει με το τραγούδι του όχι μόνο την ίδια και τη μητέρα της, αλλά και πολλούς περαστικούς, συνειδητοποίησε πως ο σάκος του ήταν πλέον άδειος. Ντροπιασμένος τότε και πλέον αμίλητος πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Η αλεπού κατ’ αυτόν τον τρόπο του δίδαξε ένα σημαντικό μάθημα: το να καυχιέται κανείς δεν τον κάνει σπουδαίο· κι είναι ένα πράγμα να πιάνεις μια αλεπού κι άλλο να τη γδέρνεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  XVI Χαρὰ χαρά. Δὲ μᾶς νοιάζει τί θ᾿ ἀφήσει τὸ φιλί μας μέσα στὸ χρόνο καὶ στὸ τραγούδι. Ἀγγίξαμε τὸ μέγα ἄσκοπο ποὺ δὲ ζητᾷ τὸ σκοπό του. ...