Μια φορά και έναν καιρό ήταν τρία αδέλφια που είχαν ένα περιβόλι με μια μηλιά. Κάθε βράδυ πήγαινε κάτι και τους έτρωγε τα μήλα.
“Θα φυλάξουμε για να δούμε τι τρώει τα μήλα”, λέει ο μεγάλος αδελφός. Παίρνει το τουφέκι του και φυλάει τη νύχτα.
Ξαφνικά έρχεται ένα θεριό και του λέει “εσένα να φάω ή το μήλο;”
“Φάε το μήλο και άσε με εμένα”, του απαντάει φοβισμένος. Το πρωί τον ρώτησαν τα αδέλφια του και τους είπε για το θεριό.
“Θα πάω εγώ να φυλάξω”, λέει ο μεσαίος αδελφός. Τη νύχτα ξαναέρχεται το θεριό και ρωτάει πάλι:
“Εσένα να φάω η το μήλο;”
“Φάε το μήλο και άσε με εμένα”, του απαντάει ο μεσαίος αδελφός.
Την τρίτη βραδιά ήταν σειρά του μικρού αδελφού να φυλάξει. Παίρνει το τουφέκι του και ανεβαίνει στη μηλιά.
Τη νύχτα έρχεται πάλι το θεριό.
“Εσένα να φάω ή το μήλο;”, ξαναρωτάει.
“Ούτε το μήλο θα φας ούτε εμένα”, του λέει ο μικρός αδελφός χωρίς να φοβηθεί και “μπαμ!” του ρίχνει μια και τον τραυματίζει.
Ματωμένο καθώς ήταν το θεριό χώθηκε σε μια τρύπα. Το πρωί το λέει στα αδέλφια του, όμως δεν τον πίστεψαν.
“Άμα δεν με πιστεύετε πάμε να σας δείξω τα αίματα”. Πήγαν λοιπόν και είδαν τα αίματα και άρχισαν να ζηλεύουν τον μικρό αδελφό.
Τότε τα μεγάλα αδέλφια του είπαν: “Θα δένουμε έναν έναν με μια τριχιά και θα τον ρίχνουμε μέσα στην τρύπα για να δούμε τι είναι μέσα και όταν μας φωνάζει κάηκα, θα τον ανεβάζουμε”.
Ρίχνουν τον πρώτο. “Κάηκα!”, φωνάζει και αμέσως τον ανεβάζουν.
Ρίχνουν και τον δεύτερο. “Κάηκα!”, φωνάζει και αυτός και αμέσως τον ανεβάζουν.
Ήρθε και η σειρά του μικρότερου: “Κάηκα! Κάηκα!”, φώναζε μέσα από την τρύπα.
Τα αδέλφια του όμως αντί να τον ανεβάσουν, αφήσανε την τριχιά και έτσι ο μικρός αδελφός έπεσε στον κάτω κόσμο, πάνω σε μιας γριάς το καλυβάκι.
“Ποκορωμένος να είσαι, που μου χάλασες τα κεραμίδια μου!”, του φώναξε η γριά.
“Μη στεναχωριέσαι γιαγιά”, της απαντάει, “εγώ σου τα χάλασα, εγώ θα σου τα φτιάξω. Άσε με όμως να κοιμηθώ στο σπίτι σου, γιατί δεν έχω πού να πάω”.
Το βράδυ δίψασε και ζήτησε λίγο νερό από τη γριά.
“Παιδάκι μου, εδώ που ήλθες το νερό είναι πολύτιμο γιατί στη βρύση είναι ένα στοιχειό και κάθε βράδυ του βάνουμε έναν άνθρωπο να τρώει για να πάρουμε νερό. Απόψε είναι η σειρά της βασιλοπούλας”.
“Δώσε μου γιαγιά το βαρέλι σου, θα πάω εγώ για νερό”, της λέει.
Η γριά προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη, αλλά αυτός δεν την άκουγε. Στη βρύση βρήκε τη βασιλοπούλα να κλαίει.
“Φύγε ξένε να γλυτώσεις!”, του φώναξε η βασιλοπούλα.
Αυτός όμως δεν έφυγε, ακούμπησε το κεφάλι του στην ποδιά της και της είπε:
“Θα κάτσω να με ψειρίσεις και άμα με πάρει ο ύπνος και έλθει το στοιχειό, να με ξυπνήσεις” της απαντάει.
Αποκοιμήθηκε λοιπόν και όταν η βασιλοπούλα είδε το στοιχειό να έρχεται, από τον φόβο της ξέχασε να τον ξυπνήσει.
Ένα δάκρυ από τα μάτια της έπεσε στο μάγουλό του και τον ξύπνησε. Πετάχτηκε απάνου και «μπαμ!» του ρίχνει μια ντουφεκιά και το σκοτώνει!
“Έλα να πάμε στον πατέρα μου στο παλάτι να σε ανταμείψει για το καλό που μας έκανες”, λέει η βασιλοπούλα.
Αυτός αρνήθηκε και η βασιλοπούλα έβγαλε το δαχτυλίδι της και του έκανε μια βούλα στο μάγουλο για να τον αναγνωρίζει.
Το στοιχειό είχε εφτά γλώσσες και ο μικρός αδελφός τις έκοψε και τις πήρε μαζί του.
Την άλλη μέρα μαθεύτηκε ότι κάποιος σκότωσε το στοιχειό. Οι άντρες έκοβαν τις γλώσσες από γατιά και σκυλιά και τις πήγαιναν στον βασιλιά, σαν απόδειξη ότι τάχα αυτοί σκότωσαν το θεριό.
“Δεν είναι αυτός!” έλεγε η βασιλοπούλα, γιατί κανείς δεν είχε το σημάδι από το δαχτυλίδι της.
Βγάζει λοιπόν διαταγή ο βασιλιάς να μαζευτούν όλοι οι κάτοικοι στο τραπέζι που θα κάνει για να γιορτάσει που απαλλάχθηκαν από το στοιχειό και να πάρουν μαζί και τα σκυλιά και τα γατιά τους, για να φάνε και αυτά.
Ετοιμάζεται και η γριά να πάει, αλλά ο μικρός αδελφός δεν ήθελε να έρθει και της λέει:
“Γιαγιά, εκεί που θα τρως βάλε στον κόρφο σου και κανένα κοψίδι να μου φέρεις κι εμένα.”
Βάνει η γριά στον κόρφο της το κρέας, αλλά τη βλέπει ένας φύλακας του βασιλιά.
“Τι κανείς εκεί;” της λέει.
“Παιδάκι μου, έχω ένα κατσούλι στο σπίτι και δεν μπορούσα να το φέρω γιατί είναι άγριο και γρατζουνάει”.
“Πάμε μαζί να το φέρουμε”, της απαντάει.
Πάνε λοιπόν και βρίσκουνε τον νέο. Τον πήραν και τον πήγανε στο βασιλιά. “Αυτός είναι!”, είπε η βασιλοπούλα που είδε τη βούλα από το δαχτυλίδι στο μάγουλό του.
“Για το καλό που μου έκαμες, πες μου τι χάρη θέλεις να σου κάμω. Θέλεις το μισό μου βασίλειο; Θέλεις την κόρη μου για γυναίκα σου;”, του λέει ο βασιλιάς.
“Τίποτα από αυτά δεν θέλω βασιλιά μου. Θέλω να με στείλεις στον απάνω κόσμο”, του απαντάει.
“Βαρύ γύρεμα μου ζητάς, αλλά θα σου την κάμω τη χάρη”, λέει ο βασιλιάς και αμέσως διατάζει να έρθουν τρία μεγάλα πουλιά σαν γερανοί.
Έδωσε στον νέο κρέας και νερό και του είπε: “Όταν τα πουλιά θα φωνάζουνε κρα, θα τους δίνεις νερό και όταν θα φωνάζουνε τσι θα τους δίνεις κρέας!”
Ανέβηκε πάνω στα πουλιά και πετάξανε για τον απάνω κόσμο. Στον δρόμο φωνάζανε κρα τα πουλιά και τους έδινε νερό, φωνάζανε τσι και τους έδινε κρέας.
Κάποια στιγμή το κρέας τελείωσε!
“Τσι!” “Τσι!” φωνάζανε τα πουλιά. Τραβάει το μαχαίρι του και κόβει από το μπούτι του ένα κομμάτι και το δίνει στα πουλιά.
Τα πουλιά κάποια στιγμή κουραστήκανε και κατεβήκανε στη γη. Τον είδαν που κούτσαινε και τον ρωτήσανε γιατί κουτσαίνει.
“Στον δρόμο τελείωσε το κρέας και αναγκάστηκα να κόψω από το μπούτι μου”, τους είπε.
Αμέσως τα πουλιά το ξεράσανε και του το κολλήσανε στο πόδι. “Εμείς θα πάμε να βοσκήσουμε”, του είπαν τα πουλιά.
“Ανέβα στο κυπαρίσσι και άμα δεις κίνδυνο να φωνάξεις: ελαφάκι δικουμπάκι δίχως φόβο κερατάκι! Και θα σφυρίξεις τρεις φορές και εμείς θα έρθουμε αμέσως”.
Έφυγαν τα πουλιά και έρχεται κάτω από το κυπαρίσσι μια μάγισσα. “Κατέβα κάτω να σε φάω, γιατί έχω να πάω να ζυμώσω”, του λέει.
“Πήγαινε να ζυμώσεις και μετά έλα να με φας”, της λέει ο μικρός για να κερδίσει χρόνο μέχρι να βοσκήσουν τα πουλιά.
Ξαναγυρίζει η μάγισσα και του λέει: “Κατέβα κάτω να σε φάω, γιατί έχω να πάω να φουρνίσω”.
“Άιντε να φουρνίσεις και έλα να με φας”, της απαντάει αυτός. Γυρίζει η μάγισσα και παίρνει ένα πριόνι και αρχίζει να κόβει το κυπαρίσσι.
Φωνάζει λοιπόν αυτός: “Ελαφάκι δικουμπάκι δίχως φόβο κερατάκι!” και σφυρίζει τρεις φορές.
Το μεγάλο πουλί λέει στα άλλα πως κάτι σαν να άκουσε. Ξαναφωνάζει το παιδί και λέει και το δεύτερο πουλί πως κάτι ακούει. Ξαναφωνάζει και τον άκουσε και το τρίτο πουλί.
Τρέχουν και βρίσκουν τη γριά μάγισσα έτοιμη να κόψει το δέντρο. Την πλακώσανε λοιπόν στις τσιμπιές και την φάγανε.
Πήρανε το παιδί στην πλάτη τους και το πήγανε στον απάνω κόσμο.
Και περάσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου