Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

 

Ο κοκκινολαίμης 


Μια φορά κι έναν καιρό και σε χρόνο πολύ παλιό μαζεύτηκαν τα πουλιά και πήγανε στον δημιουργό τους τον Θεό και του ζήτησαν να ορίσει τον βασιλιά τους . Τότε λοιπόν εκείνος τους απάντησε ότι βασιλιάς τους θα γίνει το πουλί που θα πετάξει ψηλότερα.Πετάχτηκε αμέσως ο αετός και είπε γεμάτος περηφάνια ότι ούτε και να δοκιμάσουνε… εκείνος πετά ψηλότερα όλοι το ξέρουν.. Τα πουλιά έκαναν πίσω εκτός από ένα… τον κοκκινολαίμη που δυναμικά ζήτησε να αγωνιστεί…

Ξεκίνησε ο αετός το πέταγμα του και όταν έφτασε σε μεγάλο ύψος γύρισε, κοίταξε κάτω τα πουλιά που τον κοίταζαν έκθαμβα και τους φώναξε θριαμβευτικά:- <Στ’ αλήθεια, ποιος μπορεί να πετάξει ψηλότερα από μένα;>. Και ο κοκκινολαίμης που …είχε κρυφτεί στην ράχη του αετού, φτερουγίζοντας μια ιδέα ψηλότερα, φώναξε χαρούμενος: -<Εγώ!>. Έτσι ο κοκκινολαίμης έγινε ο βασιλιάς των πουλιών.

Υπέροχο παλιό παραμύθι – παράδοση της Ελληνικής λαογραφίας από την περιοχή του Αγρινίου… και,

Καλώς όρισες Κοκκινολαίμη…

Ανθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού β’ μέρος/ΟΕΔΒ/1975.

Ornithologiki.gr



Πηγή:

https://www.aixmi-news.gr/synergasies/apopseis/item/88604-o-kokkinolaimis-kai-o-aristotelis-valaoritis



 

Το τριαντάφυλλο και το αηδόνι

Είπε ότι θα χόρευε μαζί μου αν της έφερνα κόκκινα τριαντάφυλλα» φώναξε ο νεαρός φοιτητής, «αλλά σε ολόκληρο τον κήπο μου δεν υπάρχει ούτε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο!». 

Από την φωλιά του στην βαλανιδιά, το αηδόνι τον άκουσε, κοίταξε μέσα από τις φυλλωσιές και απόρησε. 

«Ούτε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο σε ολόκληρο τον κήπο μου!» φώναξε ο νέος και τα όμορφα μάτια του γέμισαν δάκρυα. «Αχ! από τι τιποτένια βάσανα εξαρτάται η ευτυχία! Έχω διαβάσει όλα όσα έχουν γράψει οι σοφοί, και όλα τα μυστικά της φιλοσοφίας τα κατέχω, και όμως, για ένα κόκκινο τριαντάφυλλο καταστρέφεται η ζωή μου».

«Επιτέλους, να ένας αληθινά ερωτευμένος», είπε το αηδόνι. «Κάθε νύχτα γι' αυτόν τραγουδούσα κι ας μην τον γνώριζα: κάθε νύχτα έλεγα την ιστορία του στα αστέρια και τώρα τον βλέπω. Τα μάτια του είναι σκοτεινά σαν το μπουμπούκι του υάκινθου και τα χείλη του κόκκινα σαν το τριαντάφυλλο που ποθεί, αλλά το πάθος του έκανε το πρόσωπό του χλωμό σαν φιλντίσι και η θλίψη άφησε την σφραγίδα της στο μέτωπό του».

«Ο πρίγκηπας δίνει χορό αύριο βράδυ», ψιθύρισε ο νεαρός φοιτητής, «και η αγάπη μου είναι καλεσμένη. Αν της φέρω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο θα χορέψει μαζί μου ως τα χαράματα. Αν της φέρω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο θα την κρατήσω στην αγκαλιά μου και θα ακουμπήσει το κεφάλι της στον ώμο μου και θα σφίγγω το χέρι της μέσα στο δικό μου. Αλλά δεν υπάρχει κόκκινο τριαντάφυλλο στον κήπο μου, θα καθίσω λοιπόν εδώ μονάχος και εκείνη θα με προσπεράσει. Δεν θα μου δώσει σημασία και η καρδιά μου θα ραγίσει».

«Πράγματι, να ένας αληθινά ερωτευμένος», είπε το αηδόνι. «Αυτά που τραγουδάω, εκείνος τα υποφέρει, αυτό που για μένα είναι χαρά, για εκείνον είναι πόνος. Σίγουρα, ο έρωτας είναι υπέροχο πράγμα. Είναι πιο πολύτιμος κι από τα σμαράγδια και πιο ακριβός από λεπτό οπάλι. Τα μαργαριτάρια και τα ρόδια δεν μπορούν να τον αγοράσουν ούτε τον πουλάνε στην αγορά. Δεν μπορούν να τον αγοράσουν οι έμποροι ούτε μπορεί να ζυγιστεί στην ζυγαριά με χρυσάφι». 
«Γιατί κλαίει;» ρώτησε μια μικρή πράσινη σαύρα καθώς περνούσε τρέχοντας δίπλα του με την ουρά της στον αέρα.
«Γιατί αλήθεια;» είπε μια πεταλούδα που πετούσε πέρα δώθε κυνηγώντας μια ηλιαχτίδα. 
«Γιατί αλήθεια;» ψιθύρισε μια μαργαρίτα στον γείτονά της με απαλή, χαμηλή φωνή. 
«Κλαίει για ένα κόκκινο τριαντάφυλλο» είπε το αηδόνι.
«Για ένα κόκκινο τριαντάφυλλο;» φώναξαν, «τι γελοίο!» κι η μικρή σαύρα, που ήταν κάπως κυνική, γέλασε απροκάλυπτα.

Το αηδόνι όμως καταλάβαινε το μυστικό της θλίψης του φοιτητή και καθόταν σιωπηλό στη βαλανιδιά και σκεφτόταν το μυστήριο του έρωτα.

Ξαφνικά, άπλωσε τα καφετιά φτερά του και υψώθηκε στον αέρα. Πέρασε μέσα από το δασάκι σαν σκιά και σαν σκιά διέσχισε τον κήπο. Καταμεσής στο χορτάρι είδε μια όμορφη τριανταφυλλιά, πέταξε κατά κει και προσγειώθηκε σε ένα κλαράκι της. 
«Δώσε μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο» φώναξε, «και θα σου τραγουδήσω το πιο γλυκό μου τραγούδι». 

Η τριανταφυλλιά όμως κούνησε το κεφάλι της.
«Τα τριαντάφυλλά μου είναι άσπρα» απάντησε, «άσπρα σαν τον αφρό της θάλασσας και πιο άσπρα από το χιόνι στα βουνά. Πήγαινε όμως στην αδελφή μου που τρυπώνει γύρω από το παλιό ηλιακό ρολόι και ίσως να σου δώσει αυτό που γυρεύεις».


Έτσι, το αηδόνι πέταξε στην τριανταφυλλιά που φύτρωνε γύρω από το παλιό ηλιακό ρολόι. 
«Δώσε μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο» φώναξε, «και θα σου τραγουδήσω το πιο γλυκό μου τραγούδι». Η τριανταφυλλιά όμως κούνησε το κεφάλι της.
«Τα τριαντάφυλλά μου είναι κίτρινα» απάντησε, «κίτρινα σαν τα μαλλιά της σειρήνας που κάθεται σε θρόνο κεχριμπαρένιο και πιο κίτρινα από την μαργαρίτα που ανθίζει στον αγρό πριν έρθει ο θεριστής με το δρεπάνι του. Πήγαινε όμως στην αδερφή μου που φυτρώνει κάτω από το παράθυρο του φοιτητή και ίσως να σου δώσει αυτό που γυρεύεις».

Έτσι, το αηδόνι πέταξε στην τριανταφυλλιά που φύτρωνε κάτω από το παράθυρο του φοιτητή. 
«Δώσε μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο» φώναξε, «και θα σου τραγουδήσω το πιο γλυκό μου τραγούδι». Η τριανταφυλλιά όμως κούνησε το κεφάλι της.
«Τα τριαντάφυλλά μου είναι κόκκινα» απάντησε, «κόκκινα σαν τα πόδια του περιστεριού και πιο κόκκινα από τα μεγάλα κοράλλια που κυματίζουν στη σπηλιά του ωκεανού. Ο χειμώνας όμως πάγωσε τις φλέβες μου κι η παγωνιά έκαψε τα μπουμπούκια μου, η καταιγίδα έσπασε τα κλαδιά μου και δεν θα κάνω καθόλου τριαντάφυλλα όλο το χρόνο φέτος». 
«Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο γυρεύω όλο κι όλο» φώναξε το αηδόνι, «ένα μονάχα κόκκινο τριαντάφυλλο! Δεν υπάρχει τρόπος να το βρω;»
«Υπάρχει ένας τρόπος» απάντησε η τριανταφυλλιά, «αλλά είναι τόσο τρομερός, που δεν τολμώ να σου τον πω».
«Πες τον μου», είπε το αηδόνι, «δεν φοβάμαι».
 
«Αν θέλεις ένα κόκκινο τριαντάφυλλο» είπε η τριανταφυλλιά, «πρέπει να το πλάσεις με την μουσική του φεγγαρόφωτου και να το βάψεις με το αίμα της καρδιάς σου. Πρέπει να μου τραγουδήσεις με ένα αγκάθι καρφωμένο στο στήθος σου. Όλη την νύχτα πρέπει να μου τραγουδάς και το αγκάθι πρέπει να τρυπήσει την καρδιά σου και το αίμα της ζωής σου πρέπει να κυλήσει στις φλέβες μου και να γίνει δικό μου».

«Ο θάνατος είναι μεγάλο τίμημα για ένα κόκκινο τριαντάφυλλο» είπε το αηδόνι, «και η ζωή είναι πολύ αγαπητή σε όλους. Είναι ευχάριστο να κάθεσαι στο πράσινο δάσος και να κοιτάζεις τον ήλιο στο χρυσό του άρμα και την σελήνη στο μαργαριταρένιο της άρμα. Γλυκό είναι το άρωμα της τρικοκκιάς, γλυκές είναι και οι καμπανούλες που κρύβονται στην κοιλάδα και το ρείκι που φυτρώνει στον λόφο. Ωστόσο, ο Έρωτας είναι προτιμότερος από την Ζωή και τι ‘ναι η καρδιά ενός πουλιού μπροστά στην καρδιά ενός ανθρώπου;»

Άπλωσε λοιπόν τα καφετιά φτερά του για να πετάξει και όρμησε στον αέρα. Πέρασε πάνω απ' τον κήπο σαν σκιά, και σαν σκιά πέρασε το δασάκι.
Ο νεαρός φοιτητής ήταν ακόμα ξαπλωμένος στο χορτάρι, στο ίδιο μέρος που τον είχε αφήσει και τα δάκρυα δεν είχαν στεγνώσει ακόμα στα όμορφα μάτια του.

«Θα γίνεις ευτυχισμένος» φώναξε το αηδόνι, «θα γίνεις ευτυχισμένος, θα το έχεις το κόκκινο τριαντάφυλλό σου. Θα το πλάσω με την μουσική του φεγγαρόφωτου και θα το βάψω με το αίμα της καρδιάς μου. Το μόνο που σου ζητώ για αντάλλαγμα είναι να είσαι αληθινός εραστής, γιατί ο έρωτας είναι πιο σοφός από την φιλοσοφία και ας είναι γνωστική, και πιο ισχυρός από την εξουσία και ας είναι δυνατή. Στο χρώμα της φωτιάς είναι τα φτερά του, στο χρώμα της φωτιάς είναι και το κορμί του. Τα χείλη του είναι γλυκά σαν μέλι και η ανάσα του σαν το λιβάνι». 

Ο φοιτητής σήκωσε τα μάτια και αφουγκράστηκε, μα δεν μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγε το αηδόνι, γιατί ήξερε μόνο τα πράγματα που είναι γραμμένα στα βιβλία. 

Η βελανιδιά όμως κατάλαβε και ένιωσε θλίψη, γιατί αγαπούσε πολύ το μικρό αηδόνι που είχε χτίσει την φωλιά του στα κλαδιά της.

«Τραγούδησέ μου ένα τελευταίο τραγούδι» ψιθύρισε, «θα νιώθω μοναξιά όταν θα φύγεις». 
Έτσι, το αηδόνι τραγούδησε για την βελανιδιά κι η φωνή του ήταν σαν νερό που ρέει κελαρυστό από ασημένιο κανάτι. 

Όταν τέλειωσε το τραγούδι του, ο φοιτητής σηκώθηκε κι έβγαλε ένα σημειωματάριο και ένα μολύβι από την τσέπη του.
«Έχει στυλ» μονολογούσε, καθώς απομακρυνόταν από το δασάκι, «αυτό δεν μπορούμε να του το αρνηθούμε, έχει όμως άραγε και αίσθημα, φοβάμαι πως όχι. Στην πραγματικότητα, είναι σαν τους περισσότερους καλλιτέχνες, όλο ύφος, μα καθόλου ειλικρίνεια. Δεν θα θυσιαζόταν για τους άλλους. Μόνο την μουσική σκέφτεται κι όλοι ξέρουν πως οι τέχνες είναι εγωϊστικές. Ωστόσο, πρέπει να το παραδεχτούμε ότι υπάρχουν μερικές όμορφες νότες στο τραγούδι του. Τι κρίμα που δεν σημαίνουν τίποτα και δεν έχουν κανένα πρακτικό όφελος!» και πήγε στο δωμάτιό του, ξάπλωσε στο ξυλοκρέβατό του κι άρχισε να σκέφτεται την αγάπη του και σε λίγο αποκοιμήθηκε. 

Κι όταν το φεγγάρι έλαμψε στον ουρανό, το αηδόνι πέταξε στην τριανταφυλλιά και ακούμπησε το στήθος του στο αγκάθι. Όλη νύχτα τραγουδούσε με το στήθος του πάνω στο αγκάθι, και το παγερό κρυστάλλινο φεγγάρι έσκυψε κι άκουγε. Όλη νύχτα τραγουδούσε και το αγκάθι έμπαινε ολοένα και πιο βαθιά στο στήθος του και το αίμα της ζωής του άδειαζε από μέσα του. 


Τραγούδησε πρώτα για την γέννηση του έρωτα στην καρδιά ενός αγοριού και ενός κοριτσιού. Και στο πιο ψηλό κλωνί της τριανταφυλλιάς άνθισε ένα υπέροχο τριαντάφυλλο, το ένα πέταλο μετά το άλλο, καθώς το ένα τραγούδι διαδεχόταν το άλλο. Ωχρό ήταν στην αρχή, σαν την ομίχλη που πλανιέται πάνω από το ποτάμι, ωχρό σαν τα πόδια του πρωϊνού και ασημένιο σαν τις φτερούγες της αυγής. Σαν την σκιά ενός τριαντάφυλλου σε έναν ασημένιο καθρέφτη, σαν την σκιά ενός τριαντάφυλλου σε μια λιμνούλα, έτσι ήταν και το τριαντάφυλλο που άνθισε στο πιο ψηλό κλωνί της τριανταφυλλιάς. Αλλά η τριανταφυλλιά φώναξε στο αηδόνι να πιέσει κι άλλο το αγκάθι. «Πίεσέ το κι άλλο, μικρό αηδονάκι» φώναξε η τριανταφυλλιά, «αλλιώς θα ξημερώσει πριν τελειώσει το τριαντάφυλλο».

Τότε το αηδόνι πίεσε κι άλλο το αγκάθι και ολοένα και πιο δυνατό γινόταν το τραγούδι του, γιατί τραγουδούσε για την γέννηση του πάθους στην ψυχή ενός άντρα και μιας κόρης
Κι ένα απαλό ρόδισμα έβαψε τα φύλλα του τριαντάφυλλου, σαν το ρόδισμα στο πρόσωπο του γαμπρού όταν φιλάει τα χείλη της νύφης. Μα τα αγκάθι δεν είχε φτάσει ακόμα στην καρδιά του κι έτσι η καρδιά του τριαντάφυλλου έμεινε λευκή, γιατί μόνο το αίμα της καρδιάς ενός αηδονιού μπορεί να βάψει κόκκινη την καρδιά ενός τριαντάφυλλου.

Και η τριανταφυλλιά φώναξε στο αηδόνι να πιέσει κι άλλο το αγκάθι. «Πίεσέ το κι άλλο, μικρό αηδονάκι» φώναξε η τριανταφυλλιά, «αλλιώς θα ξημερώσει πριν τελειώσει το τριαντάφυλλο». 

Το αηδόνι τότε πίεσε κι άλλο το αγκάθι και το αγκάθι άγγιξε την καρδιά του κι ένα άγριο σκίρτημα πόνου το διαπέρασε. Πικρός, πικρός ήταν ο πόνος και παράφορο, όλο και πιο παράφορο γινόταν το τραγούδι του, γιατί τραγουδούσε για τον έρωτα που γίνεται τέλειος με τον θάνατο, για τον έρωτα που δεν πεθαίνει στον τάφο.

Και το υπέροχο τριαντάφυλλο έγινε κόκκινο, σαν το τριαντάφυλλο του ουρανού της ανατολής. Κόκκινα ήταν τα πέταλα και κόκκινη σαν ρουμπίνι η καρδιά του. Αλλά η φωνή του αηδονιού έσβηνε και χανόταν και οι μικρές του φτερούγες άρχισαν να χτυπούν κι ένα πέπλο σκέπασε τα μάτια του. Όλο κι έσβηνε το τραγούδι του κι ένιωθε κάτι να το πνίγει στο λαιμό του. 

Κι έπειτα ξέσπασε σ' ένα τελευταίο τραγούδι. Το λευκό φεγγάρι το άκουσε, ξέχασε το χάραμα και ξέμεινε στον ουρανό. Το κόκκινο τριαντάφυλλο το άκουσε και άρχισε να τρέμει ολόκληρο από την έκσταση και άνοιξε τα πέταλά του στον ψυχρό πρωϊνό ουρανό. Η ηχώ το μετέφερε στη μαβιά σπηλιά της στους λόφους και ξύπνησε τους κοιμισμένους βοσκούς από τα όνειρά τους. Μέσα από τις καλαμιές του ποταμού πέρασε κι αυτές μετέφεραν στη θάλασσα το μήνυμά του. 

«Κοίτα, κοίτα!» φώναξε η τριανταφυλλιά, «το τριαντάφυλλο τέλειωσε τώρα!», μα το αηδόνι δεν απάντησε γιατί κείτονταν νεκρό στο χορτάρι με το αγκάθι στην καρδιά του. 

Το μεσημέρι ο φοιτητής άνοιξε το παράθυρό του και κοίταξε έξω.
«Μπα, τι φοβερή τύχη!» φώναξε, «να ένα κόκκινο τριαντάφυλλο! Ποτέ δεν έχω ξαναδεί τέτοιο τριαντάφυλλο σε όλη μου την ζωή. Είναι τόσο όμορφο που είμαι σίγουρος ότι έχει μια πολύπλοκη λατινική ονομασία» κι έσκυψε και το έκοψε.

Ύστερα φόρεσε το καπέλο του και πήγε τρέχοντας στο σπίτι του καθηγητή με το τριαντάφυλλο στο χέρι του.
Η κόρη του καθηγητή καθόταν στην πόρτα και τύλιγε γαλάζια μεταξωτή κλωστή σε μια κουβαρίστρα με το σκυλάκι ξαπλωμένο στα πόδια της.
«Είπες ότι θα χόρευες μαζί μου αν σου έφερνα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο» φώναξε ο φοιτητής. «Να το πιο κόκκινο τριαντάφυλλο σε ολόκληρο τον κόσμο. Θα το βάλεις απόψε στην καρδιά σου και καθώς θα χορεύουμε μαζί θα σου πω πόσο σε αγαπώ». 

Η κοπέλα όμως έσμιξε τα φρύδια. 
«Φοβάμαι ότι δεν θα ταιριάζει με το φόρεμά μου» απάντησε, «κι εξάλλου, ο ανιψιός του αρχιθαλαμηπόλου μου έστειλε μερικά αληθινά κοσμήματα κι όλοι ξέρουν πως τα κοσμήματα στοιχίζουν πολύ πιο ακριβά από τα λουλούδια».
«Λοιπόν, μα την πίστη μου, είσαι πολύ αχάριστη» είπε ο φοιτητής θυμωμένα και πέταξε το τριαντάφυλλο, που έπεσε στο χαντάκι και η ρόδα ενός πέρασε πάνω του.
«Αχάριστη;» είπε η κοπέλα. «Για να σου πω, είσαι πολύ αγενής, και στο κάτω κάτω ποιος είσαι εσύ; Ένας φοιτητής. Ε λοιπόν, πιστεύω ότι δεν έχεις καν ασημένιες αγκράφες στα παπούτσια σου, σαν τον ανιψιό του αρχιθαλαμηπόλου» και σηκώθηκε από την καρέκλα και μπήκε στο σπίτι της.

«Τι ανόητο πράγμα που είναι ο έρωτας!» είπε ο φοιτητής καθώς απομακρυνόταν. «Δεν είναι καθόλου χρήσιμο σαν την λογική, γιατί δεν αποδεικνύει τίποτα και πάντα μιλάει για πράγματα που δεν πρόκειται να γίνουν και σε κάνει να πιστεύεις πράγματα που δεν είναι αληθινά. Δεν είναι καθόλου πρακτική υπόθεση και καθώς στην εποχή μας το να είσαι πρακτικός είναι το παν, θα ξαναγυρίσω στην φιλοσοφία και θα μελετήσω μεταφυσική».

Γύρισε λοιπόν στο δωμάτιό του, έβγαλε ένα μεγάλο σκονισμένο βιβλίο και άρχισε να διαβάζει.


Του Όσκαρ Ουάιλντ



Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2022

 

ΡΟΥΝΤΟΛΦ ΤΟ ΕΛΑΦΑΚΙ

Κάποτε στην παιχνιδούπολη στο Βόρειο Πόλο, ζούσε ένα ελάφι, που το έλεγαν Ρούντολφ. Εκεί ζούσαν κι άλλα ελάφια που είχαν όμορφα, υπερήφανα κέρατα. Ο Ρούντολφ, όμως, είχε μια μεγάλη, λαμπερή, κόκκινη μύτη. Ήταν τόσο κόκκινη, που έλαμπε μέσα στο σκοτάδι!

«Φτωχέ Ρούντολφ, πόσο θα ήθελες κι εσύ να είσαι σαν τα άλλα ελάφια, να έχεις όμορφα και υπερήφανα κέρατα και να μην έχεις τόσο λαμπερή κόκκινη μύτη», του έλεγαν τα άλλα ελάφια και πολλές φορές τον κορόιδευαν. Άλλοτε πάλι τον πείραζαν λέγοντας του: «Ρούντολφ, κοκκινομύτικο ελάφι». Τότε δάκρυα κυλούσαν στου Ρούντολφ τη μεγάλη, κόκκινη μύτη. Μερικές φορές μάλιστα έκαναν κύκλο γύρω από το Ρούντολφ και του τραγουδούσαν.

«Κόκκινη μύτη, κόκκινη μύτη, μια αστεία φάτσα, Μεγάλη σαν μήλο και δυο φορές λαμπερή»

Άλλοτε πάλι του πετούσαν χιονόμπαλες και τον σκέπαζαν με το λευκό, αφράτο χιόνι.

Όλα τα άλλα ελάφια έπαιζαν διάφορα παιχνίδια ανάμεσα στα δέντρα ή γλιστρούσαν κάνοντας τούμπες πάνω στο χιόνι και ποτέ δε φώναζαν και το Ρούντολφ να παίξει μαζί τους. Αυτός πάλι καθόταν πίσω από τα έλατα και τους παρακολουθούσε

Ήταν τόσο μόνος! Δε μπορούσε ούτε κρυφτό να παίξει με τα λαγουδάκια, γιατί η λαμπερή του μύτη τον φανέρωνε. Πριν από την παραμονή των Χριστουγέννων οι νάνοι, οι βοηθοί του Άη Βασίλη κάρφωσαν μια πινακίδα στην πόρτα της παιχνιδούπολης. Η πινακίδα έλεγε:

Η ώρα της επιλογής έφτασε όλα τα ελάφια πρέπει να συγκεντρωθούν στο λιβάδι στις 8 η χώρα Ο Άη Βασίλης θα επιλέξει τα ζευγάρια των ελαφιών που θα οδηγήσουν το έλκηθρο του και θα μεταφέρουν τα δώρα σ' όλα τα παιδιά της γης

Τα ελάφια, όταν διάβασαν τα νέα, χόρευαν από τη χαρά τους, πηδούσαν και τίναζαν το χιόνι με τα πόδια τους. Κάθε ελάφι ευχόταν να είναι ένα από αυτά που θα επέλεγε ο Άη Βασίλης, για να σύρει το έλκηθρό του. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη τιμή που μπορούσε να έχει ένα ελάφι. Ο Ρούντολφ όμως αναστέναξε. Ντρεπόταν τον Άη Βασίλη, που θα έβλεπε τη λαμπερή κόκκινη μύτη του.

Έτσι, στις οκτώ η ώρα, όταν τα άλλα ελάφια άρχισαν να πηγαίνουν στο Λιβάδι, αυτός πήγε και κρύφτηκε μέσα σε ένα μπαούλο παιχνιδιών που είχαν κατασκευάσει οι νάνοι, οι βοηθοί του Αη Βασίλη. Έτσι κανένας δε θα μπορούσε να τον βρει εκεί μέσα.

Στο λιβάδι μαζεύτηκαν όλα τα ελάφια της παιχνιδούπολης εκτός από το Ρούντολφ. Στάθηκαν σε μια γραμμή και ο Άη Βασίλης θα έκανε την επιλογή του. Ο Άη Βασίλης θα επέλεγε τα γρηγορότερα, τα δυνατότερα και τα καλύτερα «Νομίζω πως ο Ντάσερ θα είναι καλό, είναι το μεγαλύτερο ελάφι», είπε ο Απ Βασίλης. «Ντάσερ, έγραψε ο νάνος, ο βοηθός του Άη Βασίλη, στο μεγάλο βιβλίο.

«Ο Μπίρης είναι το δυνατότερο ελάφι», είπε ο Αη Βασίλης τραβώντας τα γένια του. «Μπίρης» έγραψε ο νάνος.

«21 21» συνέχισε ο Άη Βασίλης «εδώ είναι ο Πίρης και ο Βίζεν. Αυτά κάνουν τα απαλότερα πηδήματα πάνω απ' τις σκεπές των σπιτιών. Ο Κόμης είναι το σταθερότερο και ο Κούπιν είναι το γρηγορότερα. Τα διαλέγω!» είπε ο Αη Βασίλης. Τέλος, επιλέγω το Ρούντι και το φούγκη, που είναι τα καλύτερα για να ελίσσονται πάνω απ' τις κορφές των δέντρων και τα καλώδια του ηλεκτρικού. Τα ελάφια που επιλέχθηκαν ήταν τόσο χαρούμενα, έτριβαν τις μύτες τους, χοροπηδούσαν και τσούγκριζαν τα κέρατα τους. Στα ελάφια που δεν επιλέχθηκαν έδωσαν κάτι άλλο να κάνουν, όπως να δοκιμάσουν τα παιχνίδια ή να περιποιηθούν τα μικρά χριστουγεννιάτικα γατάκια. Το μόνο ελάφι που έμεινε χωρίς να προσφέρει τίποτε στη μεγάλη αυτή γιορτή ήταν ο Ρούντολφ. Ήθελε πολύ να βοηθήσει, αλλά ήξερε πως θα γελούσαν μαζί του κι έτσι έμενε κρυμμένος στο μπαούλο των παιχνιδιών.

Επιτέλους, έφτασε η παραμονή των Χριστουγέννων. Ο Άη Βασίλης με τους βοηθούς του, τους νάνους, ήταν πολύ απασχολημένος φορτώνοντας το έλκηθρο, Ο Ρούντολφ δεν άντεξε άλλο μέσα στο μπαούλο. «Δε με νοιάζει, ας γελάσουν μαζί μου» σκέφτηκε «θέλω κι εγώ να βοηθήσω». Έτσι πετάχτηκε έξω από το μπαούλο Το βρήκα! θα κουβαλάω έναν κουβά με δροσερό νερό στα ελάφια της ομάδας που θα σύρουν το έλκηθρο. Οπωσδήποτε θα διψάσουν στο μακρινό τους ταξίδι» είπε.

Η νύχτα ήταν πολύ παγερή και τρομερή ομίχλη σκέπαζε όλη τη γη. Η ομάδα των ελαφιών προσπαθούσε να ετοιμαστεί, να δέσει τα κουδουνάκια το ένα του άλλου και να ζέψουν το έλκηθρο. Ο Άη Βασίλης με τους βοηθούς του φόρτωνε τα πακέτα και επίμονα αναζητούσε τον κατάλογο με τα ονόματα των παιδιών στα οποία θα άφηνε τα «Δε μπορώ να βρω τον κατάλογο με τα ονόματα μέσα σ' αυτή την ομίχλη φώναξε εκνευρισμένος. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή ένα λαμπερό φως φώτισε πάνω στο χιόνι. «Επιτέλους, να ένα φανάρι που θα με φωτίσει να βρω τον κατάλογο. Να τον τον βρήκα κιόλας. Αν πρέπει να πάρω αυτό το φανάρι μαζί μου. Θα μου χρειαστεί στο ταξίδι μου. Ποιος έφερε αυτό το υπέροχο φανάρι. Τώρα θα μπορώ να βλέπω τέλεια» είπε ευχαριστημένος ο Αη Βασίλης,

«Δεν είναι φανάρι» είπε ο Ρούντολφ τρέμοντας από αγωνία. Το φως έρχεται από μένα από τη μέση μου».


- Ρούντολφ, κοκκινομύτικο ελάφι είπε ο Απ Βασίλης, σίγουρα είμαι πολύ τυχερός που σε βρήκα. Τα φως που θα οδηγήσει το άρμα μου απόψε. Σε διορίζω αρχηγό της ομάδας. Είσαι το καλύτερο ελάφι σ' όλη τη γη.

Ο Ρούντολφ σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και ορθώθηκε υπερήφανος μπροστά στην ομάδα. Όλα τα άλλα ελάφια υποκλίθηκαν μπροστά του. Ο Ντράσερ και ο Μπίρης βοήθησαν το Ρούντολφ να ετοιμαστεί.

Έτσι, ξεκίνησαν για το μεγάλο ταξίδι. Περνούσαν από πόλη σε πόλη, ανάμεσα στα σύννεφα, πάνω στα σπίτια. Το φως του Ρούντολφ τους έδειχνε το δρόμο. Ο Άη Βασίλης και οι βοηθοί του, οι νάνοι πετούσαν σ' αυτή την ομιχλώδη χριστουγεννιάτικη νύχτα, οδηγός σε όλη την πομπή όταν ο Ρούντολφ, το κοκκινομύτικο ελάφι.

Έτσι, όταν βλέπετε ένα αχνό φως στον ουρανό τη νύχτα των Χριστουγέννων, να είστε σίγουροι ότι αυτό είναι ο Ρούντολφ, το κοκκινομύτικο ελάφι.



Barbara Sbook - hajan





Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

 

«Τα τρία αδέλφια» – Λαϊκό Παραμύθι #12 – (2os διαγωνισμός eBooks4Greeks)

 

Μια φορά και έναν καιρό ήταν τρία αδέλφια που είχαν ένα περιβόλι με μια μηλιά. Κάθε βράδυ πήγαινε κάτι και τους έτρωγε τα μήλα.
“Θα φυλάξουμε για να δούμε τι τρώει τα μήλα”, λέει ο μεγάλος αδελφός. Παίρνει το τουφέκι του και φυλάει τη νύχτα.

Ξαφνικά έρχεται ένα θεριό και του λέει “εσένα να φάω ή το μήλο;”
“Φάε το μήλο και άσε με εμένα”, του απαντάει φοβισμένος. Το πρωί τον ρώτησαν τα αδέλφια του και τους είπε για το θεριό.
“Θα πάω εγώ να φυλάξω”, λέει ο μεσαίος αδελφός. Τη νύχτα ξαναέρχεται το θεριό και ρωτάει πάλι:
“Εσένα να φάω η το μήλο;”
“Φάε το μήλο και άσε με εμένα”, του απαντάει ο μεσαίος αδελφός.

Την τρίτη βραδιά ήταν σειρά του μικρού αδελφού να φυλάξει. Παίρνει το τουφέκι του και ανεβαίνει στη μηλιά.

Τη νύχτα έρχεται πάλι το θεριό.

“Εσένα να φάω ή το μήλο;”, ξαναρωτάει.
“Ούτε το μήλο θα φας ούτε εμένα”, του λέει ο μικρός αδελφός χωρίς να φοβηθεί και “μπαμ!” του ρίχνει μια και τον τραυματίζει.

Ματωμένο καθώς ήταν το θεριό χώθηκε σε μια τρύπα. Το πρωί το λέει στα αδέλφια του, όμως δεν τον πίστεψαν.
“Άμα δεν με πιστεύετε πάμε να σας δείξω τα αίματα”. Πήγαν λοιπόν και είδαν τα αίματα και άρχισαν να ζηλεύουν τον μικρό αδελφό.

Τότε τα μεγάλα αδέλφια του είπαν: “Θα δένουμε έναν έναν με μια τριχιά και θα τον ρίχνουμε μέσα στην τρύπα για να δούμε τι είναι μέσα και όταν μας φωνάζει κάηκα, θα τον ανεβάζουμε”.

Ρίχνουν τον πρώτο. “Κάηκα!”, φωνάζει και αμέσως τον ανεβάζουν.

Ρίχνουν και τον δεύτερο. “Κάηκα!”, φωνάζει και αυτός και αμέσως τον ανεβάζουν.

Ήρθε και η σειρά του μικρότερου: “Κάηκα! Κάηκα!”, φώναζε μέσα από την τρύπα.

Τα αδέλφια του όμως αντί να τον ανεβάσουν, αφήσανε την τριχιά και έτσι ο μικρός αδελφός έπεσε στον κάτω κόσμο, πάνω σε μιας γριάς το καλυβάκι.

“Ποκορωμένος να είσαι, που μου χάλασες τα κεραμίδια μου!”, του φώναξε η γριά.
“Μη στεναχωριέσαι γιαγιά”, της απαντάει, “εγώ σου τα χάλασα, εγώ θα σου τα φτιάξω. Άσε με όμως να κοιμηθώ στο σπίτι σου, γιατί δεν έχω πού να πάω”.

Το βράδυ δίψασε και ζήτησε λίγο νερό από τη γριά.

“Παιδάκι μου, εδώ που ήλθες το νερό είναι πολύτιμο γιατί στη βρύση είναι ένα στοιχειό και κάθε βράδυ του βάνουμε έναν άνθρωπο να τρώει για να πάρουμε νερό. Απόψε είναι η σειρά της βασιλοπούλας”.
“Δώσε μου γιαγιά το βαρέλι σου, θα πάω εγώ για νερό”, της λέει.

Η γριά προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη, αλλά αυτός δεν την άκουγε. Στη βρύση βρήκε τη βασιλοπούλα να κλαίει.

“Φύγε ξένε να γλυτώσεις!”, του φώναξε η βασιλοπούλα.

Αυτός όμως δεν έφυγε, ακούμπησε το κεφάλι του στην ποδιά της και της είπε:

“Θα κάτσω να με ψειρίσεις και άμα με πάρει ο ύπνος και έλθει το στοιχειό, να με ξυπνήσεις” της απαντάει.

Αποκοιμήθηκε λοιπόν και όταν η βασιλοπούλα είδε το στοιχειό να έρχεται, από τον φόβο της ξέχασε να τον ξυπνήσει.

Ένα δάκρυ από τα μάτια της έπεσε στο μάγουλό του και τον ξύπνησε. Πετάχτηκε απάνου και «μπαμ!» του ρίχνει μια ντουφεκιά και το σκοτώνει!

“Έλα να πάμε στον πατέρα μου στο παλάτι να σε ανταμείψει για το καλό που μας έκανες”, λέει η βασιλοπούλα.

Αυτός αρνήθηκε και η βασιλοπούλα έβγαλε το δαχτυλίδι της και του έκανε μια βούλα στο μάγουλο για να τον αναγνωρίζει.

Το στοιχειό είχε εφτά γλώσσες και ο μικρός αδελφός τις έκοψε και τις πήρε μαζί του.

Την άλλη μέρα μαθεύτηκε ότι κάποιος σκότωσε το στοιχειό. Οι άντρες έκοβαν τις γλώσσες από γατιά και σκυλιά και τις πήγαιναν στον βασιλιά, σαν απόδειξη ότι τάχα αυτοί σκότωσαν το θεριό.

“Δεν είναι αυτός!” έλεγε η βασιλοπούλα, γιατί κανείς δεν είχε το σημάδι από το δαχτυλίδι της.

Βγάζει λοιπόν διαταγή ο βασιλιάς να μαζευτούν όλοι οι κάτοικοι στο τραπέζι που θα κάνει για να γιορτάσει που απαλλάχθηκαν από το στοιχειό και να πάρουν μαζί και τα σκυλιά και τα γατιά τους, για να φάνε και αυτά.

Ετοιμάζεται και η γριά να πάει, αλλά ο μικρός αδελφός δεν ήθελε να έρθει και της λέει:
“Γιαγιά, εκεί που θα τρως βάλε στον κόρφο σου και κανένα κοψίδι να μου φέρεις κι εμένα.”

Βάνει η γριά στον κόρφο της το κρέας, αλλά τη βλέπει ένας φύλακας του βασιλιά.
“Τι κανείς εκεί;” της λέει.
“Παιδάκι μου, έχω ένα κατσούλι στο σπίτι και δεν μπορούσα να το φέρω γιατί είναι άγριο και γρατζουνάει”.
“Πάμε μαζί να το φέρουμε”, της απαντάει.

Πάνε λοιπόν και βρίσκουνε τον νέο. Τον πήραν και τον πήγανε στο βασιλιά. “Αυτός είναι!”, είπε η βασιλοπούλα που είδε τη βούλα από το δαχτυλίδι στο μάγουλό του.
“Για το καλό που μου έκαμες, πες μου τι χάρη θέλεις να σου κάμω. Θέλεις το μισό μου βασίλειο; Θέλεις την κόρη μου για γυναίκα σου;”, του λέει ο βασιλιάς.
“Τίποτα από αυτά δεν θέλω βασιλιά μου. Θέλω να με στείλεις στον απάνω κόσμο”, του απαντάει.
“Βαρύ γύρεμα μου ζητάς, αλλά θα σου την κάμω τη χάρη”, λέει ο βασιλιάς και αμέσως διατάζει να έρθουν τρία μεγάλα πουλιά σαν γερανοί.

Έδωσε στον νέο κρέας και νερό και του είπε: “Όταν τα πουλιά θα φωνάζουνε κρα, θα τους δίνεις νερό και όταν θα φωνάζουνε τσι θα τους δίνεις κρέας!”
Ανέβηκε πάνω στα πουλιά και πετάξανε για τον απάνω κόσμο. Στον δρόμο φωνάζανε κρα τα πουλιά και τους έδινε νερό, φωνάζανε τσι και τους έδινε κρέας.

Κάποια στιγμή το κρέας τελείωσε!
“Τσι!” “Τσι!” φωνάζανε τα πουλιά. Τραβάει το μαχαίρι του και κόβει από το μπούτι του ένα κομμάτι και το δίνει στα πουλιά.

Τα πουλιά κάποια στιγμή κουραστήκανε και κατεβήκανε στη γη. Τον είδαν που κούτσαινε και τον ρωτήσανε γιατί κουτσαίνει.
“Στον δρόμο τελείωσε το κρέας και αναγκάστηκα να κόψω από το μπούτι μου”, τους είπε.

Αμέσως τα πουλιά το ξεράσανε και του το κολλήσανε στο πόδι. “Εμείς θα πάμε να βοσκήσουμε”, του είπαν τα πουλιά.
“Ανέβα στο κυπαρίσσι και άμα δεις κίνδυνο να φωνάξεις: ελαφάκι δικουμπάκι δίχως φόβο κερατάκι! Και θα σφυρίξεις τρεις φορές και εμείς θα έρθουμε αμέσως”.

Έφυγαν τα πουλιά και έρχεται κάτω από το κυπαρίσσι μια μάγισσα. “Κατέβα κάτω να σε φάω, γιατί έχω να πάω να ζυμώσω”, του λέει.
“Πήγαινε να ζυμώσεις και μετά έλα να με φας”, της λέει ο μικρός για να κερδίσει χρόνο μέχρι να βοσκήσουν τα πουλιά.

Ξαναγυρίζει η μάγισσα και του λέει: “Κατέβα κάτω να σε φάω, γιατί έχω να πάω να φουρνίσω”.
“Άιντε να φουρνίσεις και έλα να με φας”, της απαντάει αυτός. Γυρίζει η μάγισσα και παίρνει ένα πριόνι και αρχίζει να κόβει το κυπαρίσσι.

Φωνάζει λοιπόν αυτός: “Ελαφάκι δικουμπάκι δίχως φόβο κερατάκι!” και σφυρίζει τρεις φορές.
Το μεγάλο πουλί λέει στα άλλα πως κάτι σαν να άκουσε. Ξαναφωνάζει το παιδί και λέει και το δεύτερο πουλί πως κάτι ακούει. Ξαναφωνάζει και τον άκουσε και το τρίτο πουλί.
Τρέχουν και βρίσκουν τη γριά μάγισσα έτοιμη να κόψει το δέντρο. Την πλακώσανε λοιπόν στις τσιμπιές και την φάγανε.
Πήρανε το παιδί στην πλάτη τους και το πήγανε στον απάνω κόσμο.

Και περάσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!!

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2022

Ο γάμος της πεντάμορφης

 



Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗΣ

Την ώρα που λιγοθυμάει το φως πάνω στα νυσταγμένα τα λουλούδια και στα κοιμισμένα τα νερά, βγαίνει από το παλάτι της η Πεντάμορφη. Την ώρα που γλυκοσβυούν τα χρώματα και πεθαίνουν οι μορφές της ζωής, η Πεντάμορφη ντύνεται με το μαγνάδι της σιγαλιάς και κατεβαίνει στο μεγάλο περιβόλι. Τα λουλούδια ανατριχιάζουν τριγύρω της, το σκοτάδι την αγκαλιάζει γλυκά και οι πεταλούδες έρχονται και κοιμούνται μέσα στα ξανθά της τα μαλλιά. Και λέει η Πεντάμορφη: «Όποιος μπορεί να με φιλήση, χωρίς να ξυπνήση τα λουλούδια ολόγυρά μου και χωρίς να διώξη τις πεταλούδες από τα μαλλιά μου, αυτός είναι δικός μου».

Την ώρα που γεμίζουν τα νερά της λίμνης από ροδόφυλλα, η Πεντάμορφη κατεβαίνει απ' το παλάτι της. Κατεβαίνει από το παλάτι της και λούζεται μέσα στα τριανταφυλλένια νερά. Και τα νερά ανατριχιάζουν ολόγυρά της και έπειτα γίνονται καθρέφτες και την καθρεφτίζουν. Και οι νυμφαίες γέρνουν και φιλούν τα ξανθά της τα μαλλιά. Και λέει η Πεντάμορφη: «Όποιος μπορεί να με φιλήση, χωρίς να σπάση τον καθρέφτη των νερών και χωρίς να σκοτώση μια νυμφαία, αυτός είναι δικός μου».

Την ώρα που πεθαίνει η ζωή μέσα στα μεγάλα σκοτάδια, απλώνεται η Πεντάμορφη στα κάτασπρα σεντόνια. Απλώνεται στα κάτασπρα σεντόνια κι' απάνω από τα κλειστά ματόκλαδα, κι' απάνω από τα χαμόγελα του ύπνου, κι' απάνω απ' την ψυχή του στήθους της, κι' απάνω από τανατριχιάσματα των ονείρων της τίποτε δεν ζη, τίποτε δεν ανασαίνει. Και τραγουδεί η Πεντάμορφη μέσα στον ύπνο της: «Όποιος μπορεί να περάση απ' τα μεγάλα κρύσταλλα του παραθυριού και να χυθή και να μ' αγκαλιάση σαν το φως του γαλαξία, αυτός είναι δικός μου».

Την ώρα που λιγοθυμάει το φως στα νυσταγμένα τα λουλούδια, ήλθε ο μάγος, ο λεβέντης και φίλησε την Πεντάμορφη. Και τα λουλούδια δεν ξυπνήσανε τριγύρω από την αγάπη τους και οι πεταλούδες δεν πετάξανε από τα μαλλιά της. Την ώρα που γεμίζουν τα νερά της λίμνης από ροδόφυλλα, ήλθε ο μάγος λεβέντης και φίλησε την Πεντάμορφη. Και ο καθρέφτης των νερών χωρίς ραγισματιά καθρέφτισε το φίλημά του και οι νυμφαίες κρύψανε τα χείλια τους. Την ώρα που πεθαίνει η ζωή μέσα στα μεγάλα σκοτάδια, χύθηκε και πέρασε ο μάγος λεβέντης από τα μεγάλα κρύσταλλα του παραθυριού μαζή με το φως του γαλαξία και αγκάλιασε την Πεντάμορφη απάνω στα κάτασπρα σεντόνια. Και η Πεντάμορφη, μέσα στον ύπνο της, έβλεπε, βαθιά μέσα στη γη, ένα νυφικό κρεββάτι, στρωμένο με λουλούδια.



  XVI Χαρὰ χαρά. Δὲ μᾶς νοιάζει τί θ᾿ ἀφήσει τὸ φιλί μας μέσα στὸ χρόνο καὶ στὸ τραγούδι. Ἀγγίξαμε τὸ μέγα ἄσκοπο ποὺ δὲ ζητᾷ τὸ σκοπό του. ...