Ιστορία για να δακρύζετε... από τα γέλια!
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε δυο αδέρφια, ο ένας κουτός και ο άλλος έξυπνος...
Ο κουτός ήτανε ψηλός, ξανθός, καλοκαμωμένος, ο άλλος ήτανε μικρούλης, αδύ- νατος και άσχημος.
Ξεκινήσανε λοιπόν τα δυο αδέρφια να πάνε να ζήσουνε στην πολιτεία, καθένα με την τέχνη του και με τη δύναμή του.
Στο δρόμο που πηγαίνανε, απαντήσανε μια κοπέλα ̇ τα μαλλιά της ήτανε χρυσά σαν τον ήλιο και φέγγανε, σαν αναμμένα κάρβουνα, τα μάτια της...
Και η κοπέλα μίλησε του όμορφου και του κουτού:
«Πού πας, καλό μου παλικάρι;»
Μα εκείνος δεν αποκρίθηκε, μονάχα ανασήκωσε τους ώμους του, γιατί ήτανε κου-
τός!
Και η κοπέλα τράβηξε πέρα, αναστενάζοντας από μέσα της:
«Τι συλλογισμένος και τι θλιμμένος που είναι! Περπατάει σα να ονειρεύεται και
τα μάτια του είναι χαμένα σε άλλους κόσμους... Τι συλλογισμένος και τι θλιμμένος που είναι!...»
Και ούτε κοίταξε καν τον άσχημο, ούτε του είπε μισό λόγο...
Παρακάτω ανταμωθήκανε μ’ έναν πραματευτή.
Και ο πραματευτής χαμογέλασε του όμορφου και του κουτού:
«Έχω ωραίες βελουδένιες φορεσιές, κόκκινες σαν τα λουλούδια της βυσσινιάς και
σαν τους αφρούς της θάλασσας, άσπρες φορεσιές... Θέλεις ν’ αγοράσεις τίποτε, άρ- χοντά μου;»
Μα εκείνος δεν είπε λέξη, μονάχα ανασήκωσε τους ώμους του, γιατί ήτανε κου- τός!
Και ο πραματευτής τράβηξε πέρα, μουρμουρίζοντας από μέσα του:
«Τι λεβέντης και τι υπερήφανος που είναι! Περπατάει σαν τα βασιλόπουλα, και τα μάτια του λάμπουνε από μεγαλείο... Τι λεβέντης και τι υπερήφανος που είναι!...»
Και ούτε πρόσεξε καν τον άσχημο, ούτε του είπε μισό λόγο...
Πιο πέρα, σε μια καμπή του μονοπατιού, συναπαντηθήκανε μ’ ένα σοφό ̇ προχω- ρούσε σιγά σιγά, και το κεφάλι του έγερνε από τους σκοτεινούς του λογισμούς, σαν παραφορτωμένο...
Και ο σοφός μέτρησε απ’ την κορφή ως τα πόδια τον όμορφο και τον κουτό, και του είπε:
«Για πες μου εσύ, ωραίε μου διαβάτη, που γυρίζεις τόσους τόπους, μην ξέρεις πού αρχίζει ο κόσμος και πού τελειώνει; Εγώ χρόνια τώρα αγωνίζομαι να το μάθω, και τα μαλλιά μου ασπρίσανε από τον ανώφελό μου πόθο... Μην το ξέρεις τάχα εσύ, ωραίε μου διαβάτη;»
Μα εκείνος δεν έβγαλε μιλιά από το στόμα του, μονάχα ανασήκωσε τους ώμους του, γιατί ήτανε κουτός!
Και ο γέρος σοφός τράβηξε το δρόμο του, με το κεφάλι σκυμμένο, και όλο αναλο- γιζότανε:
[3]
Διηγήματα
«Αυτός πρέπει να είναι πολύ σοφός, πολύ σοφότερος από μένα! Με πόση περι- φρόνηση άκουσε την ταπεινή μου απορία, και πώς με καλοκοίταξε, σα να μου χτυ- πούσε καταπρόσωπο την αμάθειά μου και την απειρία μου ̇ φαίνεται από τα μάτια του και από την περπατησιά του... Αυτός πρέπει να είναι πολύ σοφότερος από μέ- να!...»
Και κανένας δεν είπε μισό λόγο στον άσχημο...
Και τη νύχτα, από στόμα σε στόμα, απλώθηκε το νέο, πως περνούσε από την πολι- τεία ένας μεγάλος άνθρωπος!
Και όλοι ξεκινήσανε, άντρες, γυναίκες και παιδιά, να ιδούνε τον μεγάλον άνθρωπο που περνούσε από την πολιτεία.
Και μόλις αντίκρισε το άπειρο πλήθος που ερχότανε ο έξυπνος, πικράθηκε η καρ- διά του και από τα μάτια του επρόβαλε ένα δάκρυ...
Επήρε τα μάτια του κι έφυγε μακριά, σε μια σπηλιά, και δεν έβγαινε πια, ούτε στο φως του ήλιου, ούτε στο φως του φεγγαριού!
Και ο κόσμος έπεσε στα πόδια και προσκύνησε τον όμορφο και τον κουτό, και προσευχήθηκε στ’ όνομά του ̇ έκοψε τα ρούχα του και τα μοίρασε εδώ κι εκεί, για να τα κάνουνε φυλαχτό...
Σ’ ένα χρυσό παλάτι τον επήγανε και τον εντύσανε με βύσσους και με πορφύρες, και τα μαλλιά του στολίσανε με δάφνες και με μυρσίνες, και στο λαιμό του κρεμάσα- νε κοράλλια και μαργαριτάρια...
Το τραπέζι του ξεχείλιζε από σύκα και από σταφύλια, και το κρεβάτι του είχε α- σημένιους στυλοβάτες, και, κάθε πρωί, λουζότανε μέσα σε κρόκους και σε ροδόστα- μα...
Και ο έξυπνος, μέσα στη σπηλιά του, εσύναζε όλα τα φίδια, και όλες τις αράχνες, και όλους τους σκορπιούς, κι έκαμε ένα δικό του βασίλειο...
Και με όλη τη πικρία και την απελπισία της ψυχής του πότισε τα φίδια, και τις α- ράχνες, και τους σκορπιούς...
Και σκορπιστήκανε στους τέσσερες ανέμους και δαγκάσανε τους ανθρώπους και τους φαρμακώσανε, με την πικρία και την απελπισία της ψυχής του...
Κι έμεινε ολομόναχος στο χρυσό παλάτι ο κουτός με τους βύσσους και με τις πορ- φύρες του και πεινούσε, και κατέβηκε στους έρημους τους δρόμους να γυρέψει αν- θρώπους, κι έφτασε ως τη σπηλιά του αδελφού του...
Και τον εβρήκε γυμνό και τον τύλιξε με την κόκκινη πορφύρα του ̇ κι εκείνος τον εβρήκε πεινασμένο και του ’δωκε το ψωμί του...
Και στον κόσμο, γύρω του, δεν ήτανε πια κανένας, ούτε άνθρωποι, ούτε φίδια, ού- τε αράχνες, ούτε σκορπιοί...
Κι οι καρδιές τους αναλυθήκανε για πρώτη πρώτη φορά από μίαν άπειρη Αγάπη, από μιαν άπειρη Αγάπη...
Και το φεγγάρι τούς χαμογελούσε από μίαν άπειρη Αγάπη, και δεν ήτανε πια γύρω τους ούτε φίδια, ούτε αράχνες, ούτε σκορπιοί...
Και...
Δε σας άρεσε το παραμύθι μου;
Τόσο το χειρότερο και για σας, και γι’ αυτό, και για μένα!...
[4]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου