Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

  


Η Κάλω και η Μάρω


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χήρα μάνα, που΄χε μια θυγατέρα και μια προγονή[1]. Τη θυγατέρα της την έλεγαν Κάλω και την προγονή της Μάρω. Η Κάλω ήταν άσχημη, ζηλιάρα και κακιά. Η Μάρω ήταν όμορφη και καλή και την αγαπούσε όλος ο κόσμος. Ζήλευε η μάνα που δεν ήταν ομορφότερη και καλύτερη η δικιά της θυγατέρα, κι ήθελε με κάθε τρόπο να ξεκάνει τη Μάρω.
Σαν ήρθαν τα Δωδεκαήμερα[2], που βγαίνουν τα κατσόινα[3] και πειράζουν τον κόσμο, αποφάσισε να στείλει τη Μάρω στο μύλο, τάχα για ν’αλέσει, αλλά ο σκοπός της ήταν να την πάρουν τα καψούρια[4]. Φορτώσαν το καλαμπόκι, το στάρι, ό,τι είχαν, στο μουλάρι και την έστειλε το βράδυ στο μύλο. Έφτασε η Μάρω στο μύλο, νύχτωσε. Να και τα καψούρια, βγήκαν από τις τρύπες και πήγαν κοντά στη Μάρω, που καρτερούσε να’ρθει η σειρά της ν’αλέσει, κι άρχισαν να την πειράζουν.
«Με παίρνεις εμένα για γαμπρό, Μάρω;», τη ρωτάει ο πρώτος.
«Σε παίαιαιρνωω», απαντάει αργά αργά η Μάρω.
«Με παίρνεις εμένα, Μάρω;», ρωτάει ο δεύτερος.
«Σε παίαιαιρνωω», απαντούσε πάλι αργά αργά η Μάρω, να περάσει η ώρα και να’ρθει το πρωί. Με παίρνεις εμένα, ο ένας, με παίρνεις εμένα, ο άλλος, ρωτούσαν όλοι με τη σειρά.
«Σε παίαιαιρνωω κι εσέεενα», απαντούσε όλο αργά αργά η Μάρω.
«Με παίλνεις κι εμένα Μάλω;», ρωτούσε κι ο μικρός.
«Σε παίαιαιρνωω και σέεενα», του’λεγε κι αυτουνού η Μάρω.
«Τι θέλει η νύφη, Μάρω;», ρωτούσαν πάλι τα κατσόινα.
«Η νύφη θέεελει φουστάαανιιι», είπε η Μάρω.
Μπρρρ, τα καψούρια, και πάν’ να φέρουν το φουστάνι της νύφης. Το ‘φέρναν και το ‘διναν στη Μάρω.
«Τι άλλο θέλει η νύφη, Μάρω;», ξαναρωτούσαν.
«Η νύφη θέεελει παπούουουτσιαααα», απαντούσε πάλι αργά αργά η Μάρω.
«Κακάιιιικου!», ελάλησε ο πρώτος πετεινός. Αρέντα[5] τα καψούρια κι ο μικρός από κοντά, να φέρουν τα παπούτσια της νύφης.
«Τι άλλο θέλει η νύφη, Μάρω;», ξαναρωτούσαν γρήγορα γρήγορα τα κατσόινα.
«Η νύφη θέεελει φακιόοολιιι[6]».
Τρέχαν παλι αυτά να φέρουν το φακιόλι της Μάρως.
«Τι θέλει ακόμα η νύφη, Μάρω;».
«Κακάιιιικουου!», ο δέυτερος, «Κακάιιικουου!», κι ο τρίτος πετεινός. Παρατούν τα κατσόινα τη Μάρω και τα προικιά και πάν’ να κρυφτούν, γιατί κόντευε να ξημερώσει.
Παίρνει η Μάρω τ’άλεσμα, το φορτώνει, βάνει και τα προικιά και μπαίνει κι αυτή καβάλα στα μεσοσάμαρα και σκεπάζεται με το τσόλι[7], να μη φαίνεται. Ξεκινάει το μουλάρι να γυρίσει σπίτι. Τα καψούρια κοίταζαν από τις τρύπες να δουν τη Μάρω, αλλά δεν την έβλεπαν. Μόνο ο μικρός κατάλαβε και φώναζε:
«Τσιάμαλα, τσιάμαλα!» Στα μεσοσάμαρα, στα μεσοσάμαρα!
Έφτασε η Μάρω στο σπίτι, κατεβαίνει απ’ το μουλάρι, ξεφορτώνει τ’ αλεύρι, παίρνει και τα προικιά, από τα κατσόινα, και μπαίνει μέσα. Μόλις τη βλέπει η μητριά, απόμεινα. Σαν είδε και τα προικιά, ζήλεψε και αποφασίζει το άλλο βράδυ να στείλει και τη δικιά της κόρη, την Κάλω, στο μύλο να της δώσουν κι αυτηνής φουστάνια και παπούτσια τα κατσόινα.
Ήρθε και τ’ άλλο βράδυ, φορτώνει το γέννημα[8] στο μουλάρι και στέλνει και την Κάλω στο μύλο. Φτάνει η Κάλω στο μύλο νύχτα. Βγαίνουν τα κατσόινα, πάνε στην Κάλω, που καρτέραγε στην αράδα ν’ αλέσει, κι αρχινάν να την πειράζουν.
«Με παίρνεις εμένα γαμπρό, Κάλω;», ρωτάει ο πρώτος.
«Όχι», απαντάει άγρια η Κάλω.
«Με παίρνεις εμένα, Κάλω;», ρωτάει κι ο δεύτερος.
«Μπλλλ», βγάζει τη γλώσσα η Κάλω.
«Με παίρνεις εμένα, Κάλω;», τη ρωτούν ένας ένας οι άλλοι.
«Μπλλλ», τους κοροϊδεύει η Κάλω.
«Με παίλνεις εμένα, Κάλω;», ρωτάει κι ο μικρός.
«Μπλλλ», τον κοροϊδεύει κι αυτόν.
«Τι θέλει η νύφη, Κάλω;», ρωτούν πάλι τα κατσόινα.
«Μπλλλ», τα ματακοροϊδεύει η Κάλω.
Σαν είδαν κι απόειδαν τα καψούρια, την πιάνουν και την κάνουν λιανά λιανά κοψίδια και τη μαζεύουν μέσα στο τσόλι.
Φορτώνουν τ’  άλεσμα στο μουλάρι, βάνουν και το τσόλι με την Κάλω στα μεσοσάμαρα και το χτυπάνε να πάει σπίτι.
Φτάνει το μουλάρι στο σπίτι και στέκεται μπροστά στην πόρτα. Το βλέπουν οι γειτόνοι και φωνάζουν τη μάνα. Κατεβαίνει χαρούμενη η μάνα, να ιδεί τι της έδωκαν τα καψούρια της Κάλως, μα πού η Κάλω! Κοιτάει από δω, κοιτάει από κει, φωνάζει, πουθενά η Κάλω. Κάνει να ξεφορτώσει το μουλάρι, πέφτει χάμω το τσόλι με την καημένη την Κάλω.
Έτσι την έπαθε η κακιά μητριά κι θυγατέρα της, που βασάνιζαν κι ήθελαν το κακό της Μάρως, της ορφανής.

Πηγή: Γιάννα Σέργη, Λαϊκά Παραμύθια της Ηπείρου, εκδόσεις Εν Πλω, 2008




 


Μια αρκούδα του Λιβάνου, ένα αρκουδάκι και οι άνθρωποι.

ΠEPA απ' τον τόπο με τις οξιές, στην κορφή της χαράδρας που είναι το πιο απάτητο μέρος στα Κιμιντένια, η μεγάλη αρκούδα έχει κάμει ανάμεσα σε δυο βράχους τη φωλιά της. Την έστρωσε με πυκνόφυλλα κλαδιά, και μ' άλλα κλαδιά έφραξε την μπούκα της. Σα γέννησε το μικρό της, στην αρχή του καλοκαιριού, πήγε και ξερίζωσε άγρια θάμνα κ' έφραξε ακόμα πιο πολύ τη φωλιά της. Έτσι θαρρεί πως είναι ασφαλισμένη απ' το μάτι τ' ανθρώπου.

Το μικρό το αρκούδι τώρα πια μπορεί να καταλαβαίνει πολλά πράματα. Καταλαβαίνει πως το μέλι που του φέρνει η μάνα του, διαγουμίζοντας τις φωλιές των αγριομελισσών, είναι πιο καλό απ' τα βαλανίδια και τα σκουλήκια. Καταλαβαίνει πως έξω απ' τη φωλιά τους, όπου είναι κλεισμένο απ' τον καιρό που γεννήθηκε, πρέπει να 'ναι ένας παράξενος κόσμος από όμορφα και φοβερά πράματα — από δέντρα, από ποτάμια, από σκυλιά και ανθρώπους. Όμως ποτές δεν τα είδε. Και κάθε μέρα τώρα που μεγάλωσε, παρακαλεί τη μεγάλη αρκούδα, τη μάνα του:

«Πάρε με μαζί σου. Πότε θα ρθω μαζί σου να τα δω;»

«Ακόμα λίγο», του λέει εκείνη. «Ακόμα λίγο να μεγαλώσεις».

Μοναχά σαν έρχουνται σεληνοφώτιστες νύχτες, η μεγάλη αρκούδα ξεθαρρεύεται και βγάζει το μικρό της στην μπούκα της φωλιάς τους. Κάθουνται τότε κει, τυλιγμένοι απ' το πράσινο φως, στο ψήλος της μεγάλης χαράδρας, κ' η αρκούδα λέει στο μικρό της την ιστορία των προγόνων τους.

Κατοικούσανε, λέει, τους παλιούς χρόνους στα βουνά του Λιβάνου. Ζούσανε ήσυχα εκεί, όταν τους μυρίστηκαν τα κοπάδια οι άνθρωποι κι άρχισαν να τις σκοτώνουν. Κάθε μέρα γινόταν θρήνος, κ' η φυλή τους λιγόστευε. Με πικρή καρδιά τότες οι αρκούδες που μέναν είπαν πως «πια τα βουνά του Λιβάνου δεν είναι για μας, πρέπει να ξεπατριστούμε». Αυτό είπαν, αποχαιρέτησαν το γενέθλιο τόπο τους και πήραν το δρόμο για τα δυτικά. Ταξίδευαν από νύχτα σε νύχτα κι ολοένα τραβούσαν κατά τα δυτικά. Όταν, κατάλαβαν απ' τη μυρουδιά του αγέρα πως ο χειμώνας έρχεται. Στους καλούς χρόνους. του Λιβάνου, σαν ερχόταν τούτο το μήνυμα του καιρού, ξάπλωναν μες στις σκοτεινές φωλιές τους και, ασφαλισμένες, πέφταν στο μακρύ χειμερινό τους ύπνο. Τώρα που ο χειμώνας τις έβρισκε μέσα στο δρόμο της προσφυγιάς, χωρίς φωλιά, παρακάλεσαν το άσπρο χιόνι.

«Προστάτεψέ μας εσύ», του είπαν. «Είμαστε έρημες και χωρίς φωλιά».

Το 'χιόνι επάκουσε τη δέησή τους, κ' έπεσε πολύ κείνη τη χρονιά και τις σκέπασε. Αποκοιμήθηκαν και ξύπνησαν σαν ήρθε η άνοιξη. Πάλι πήραν το δρόμο προς τα χαμηλά, ολοένα πιο μακριά απ' τους ανθρώπους του Λιβάνου. Πέρασαν τα βουνά του Καζ ‐ Νταγ, όταν άξαφνα ένα πρωινό, φτάνοντας σε ψηλή κορφή, οι αρκούδες είδανε χαμηλά ν' απλώνεται μπροστά τους ένα τείχος από νερό.

«Πώς θα το περάσουμε αυτό;»

Κατέβηκαν χαμηλά στη θάλασσα, σ' έρημη ακρογιαλιά, θαμάξανε τα κύματα και πάλι είπαν:

«Πώς θα το περάσουμε αυτό;»

Άσπρα πουλιά πετούσαν από πάνω τους. Τα ρώτησαν. Κ' οι γλάροι τους αποκρίθηκαν:

«Όχι! Αυτό το νερό δε θα το περάσετε! Το ταξίδι σας τέλειωσε πια!»

Γύρισαν τότες οι άρκούδες του Λιβάνου στα φαράγγια του Καζ ‐ Νταγ κ' εκεί κάμανε τη δεύτερη πατρίδα τους. Λίγον καιρό πέρασαν ήσυχα. Όταν, πάλι φάνηκε στο δρόμο τους ο άνθρωπος. Ήταν Τσερκέζοι και Γιουρούκηδες που σκοτώνανε τις μεγάλες αρκούδες για να παίρνουν τα μωρά τους, να τους βάζουν αλυσίδες στη μύτη και να τα μαθαίνουν να χορεύουν.

Θρήνος πάλι τότες πολύς έπεσε στη φυλή τους. Άλλες αρκούδες λέγαν:

«Ελάτε να φύγουμε! Ας φύγουμε κι από δω! Ας πάρουμε πάλι το δρόμο της προσφυγιάς!»

«Όχι! Χίλιες φορές όχι!» λέγαν άλλες. «Πώς ν' αφήσουμε πάλι τη νέα πατρίδα που κάμαμε; Δεν το μπορούμε πια! Ας γίνει ό,τι θέλει!»

Έτσι, πολλές αρκούδες μείνανε στα βουνά του Καζ ‐ Νταγ και χάθηκαν απ' το χέρι του ανθρώπου. Οι πιο λίγες, προπάντων όσες είχαν παιδιά μες στην κοιλιά τους, αυτές τράβηξαν κατά τ' ανατολικά. Βρήκαν στο δρόμο τους τα Κιμιντένια. Κ' έμειναν.

...............................................................................................................

ΑΥΤΑ ΔΙΗΓΟΤΑΝ η μεγάλη αρκούδα για την ιστορία της φυλής τους στο αρκουδάκι, τη σεληνοφώτιστη νύχτα, ψηλά στα Κιμιντένια. Άκουγε το μικρό με ξαφνιασμένα μάτια και προσπαθούσε να καταλάβει το νόημα του κόσμου.

«Τι γίνανε οι άλλες οι αρκούδες της φυλής μας που ήρθανε στα Κιμιντένια;» ρώτησε. Περίλυπα κούνησε το κεφάλι της η μάνα του.

«Κι εδώ μας βρήκε ο άνθρωπος. Χάθηκαν όλες απ' το χέρι του».

«Κι ο πατέρας μου; Τι απόγινε ο πατέρας μου;»

Η μεγάλη αρκούδα θα 'θελε πολύ να μη βάζει σε λύπη από τόσο μικρό το παιδί της. Μα δε γινόταν. Έπρεπε από τώρα ν' αρχίσει να μαθαίνει τον κόσμο και να ξέρει τη μοίρα του:

«Ήταν τον καιρό που τα χιόνια αρχίζουν να λιώνουν κ' οι αγριομέλισσες αφήνουν τις φωλιές τους και γυρίζουν στα δέντρα να φάνε», είπε. «Πήγε να μας φέρει μια φωλιά με μέλι, γιατί ό,τι σε είχα γεννήσει κ' ήμουνα ανήμπορη. Δεν ξαναγύρισε».

«Γιατί;»

«Ο άνθρωπος!» είπε η μάνα. «Θα συναπαντήθηκε με άνθρωπο!»

Τι φοβερό θεριό, λοιπόν, να 'ναι αυτό, «ο άνθρωπος», συλλογιζόταν το αρκουδάκι. Και να βρίσκεται παντού, να 'χει πλημμυρίσει τον κόσμο: απ' το Λίβανο ίσαμε το Καζ ‐ Νταγ και τα Κιμιντένια!

«Τι έχει μ' εμάς ο άνθρωπος; Τι έχει με τη φυλή μας;»


«Του μοιάζουμε», είπε η μεγάλη αρκούδα. «Μπορούμε να σταθούμε στα δυο ποδάρια καταπώς στέκεται αυτός. Μπορούμε να χορέψουμε ολόρθες σαν αυτόν. Μπορούμε όπως αυτός να σηκώσουμε αλυσίδες. Του μοιάζουμε».

«Και μ' αυτό τι;»

«Ο άνθρωπος αγαπά να χτυπά όσους του μοιάζουν», είπε πάλι η μεγάλη αρκούδα. «Αγαπά να σκοτώνει τον όμοιό του».

«Αχ!» στενάζει το αρκουδάκι, κ' είναι ο πρώτος στεναγμός που βγαίνει απ' το στόμα του στον κόσμο. «Τι καλά που θα 'ταν να μην ήταν ο άνθρωπος».

«Τι καλά που θα 'ταν», είπε η μεγάλη αρκούδα.

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2021

 

ΝΕΡΑΙΔΕΣ

Νεράιδες 
Η νεράιδα αποτελεί μια πολύ αγαπητή, μορφή στο λαϊκό παραμύθι για μεγάλους, και μικρούς, επειδή πολλές φορές ενσαρκώνει την καλή πλευρά, και βοηθάει τους ήρωες των παραμυθιών. Είναι μια πολύ όμορφη παρουσία η οποία απεικονίζεται, νέα, όμορφη, χαρούμενη, να χορεύει και να τραγουδάει. Βασικό για εκείνη είναι το μαντήλι της. Εάν το χάσει, χάνει την δύναμη της, και δεν ελέγχει την σχέση της με το αντρικό φύλλο, και χάνει την ελευθερία της. Έτσι ακολουθεί αυτόν που έχει το μαντήλι της και γίνεται ξανά ελεύθερη, όταν το πάρει πίσω. Οι νεράιδες έχουν γυναικεία χαρίσματα, και έχουν τις ίδιες οικιακές ασχολίες με τις γυναίκες, και θεωρούνται παρά πολύ ικανές. Οι νεράιδες κινούνται πέρα από τα ανθρώπινα όρια, πάντοτε στον εξωτερικό χώρο τον οποίο, τον οποίο συνθέτει η νεραιδοχώρα, οι νεραιδόκηποι, τα νεραιδόβουνα. Επίσης ο άνθρωπος μπορεί να την συναντήσει, μέσα στον φυσικό χώρο, τον οποίο συνθέτουν, αέρας, ποτάμια, η πρωινή αύρα, οι πηγές, οι λίμνες, τα αμπέλια, τα δάση, η θάλασσα.
Οι νεράιδες κυκλοφορούν νύχτα ή, και μεσημέρι όταν ο ήλιος καίει. Ο εξωτερικός χώρος είναι ο φυσικός της χώρος, και εκεί κινούνται ανεξάρτητες. Υπάρχει η κοινωνία των νεράιδων, όπου υπάγονται και τηρούνται κανόνες και ιεραρχία. 

Μ.Κ
Η λαμπρή Η ΛΑΜΠΡΗ Νταγκ-νταγκ-νταγκ-νταγκ! χτυπούσε χαρμόσυνα τα μεσάνυχτα η καμπάνα της Λαμπρής. Εγώ ζωγραφίζοντας μια πέρδικα με το κερί σε ένα κόκκινο αυγό, δεν είχα αποκοιμηθη, τα αλλά μου τα αδέρφια κοιμούνταν ξένοιαστα σαν τον καλό καιρό. Η μητέρα μου χώριζε τα φρεσκοπλυμένα άσπρο ρουχα του κάθε ενός. Η κυρα μάνα μου με την ψυχοπαίδα της παιδεύονταν στο μαγειρειό με την «μαγειρίτσα», με τα συκωτακια και τα αλλά λιανωματα του αρνιού, με μάραθα και τηγανισμένα ψωμάκια. Με την καμπάνα ακούστηκε από την αλλά κάμαρη η φωνή του πατέρα: - Σηκωθητε κι ετοιμαστήτε γρήγορα, να μην κάθετε ο κόσμος και μας καρτερή! Που να ξυπνήσουν όμως τα αδέρφια μου! Ο μικρός μάλιστα αν δεν τον ράντιζαν με νερό, θα κοιμόταν ακόμα ως τώρα, στο τέλος λίγο έλειψε να έρθει άνιφτος κοντά μας. - Πήρατε τις λαμπάδες σας; ρωτά ο πατέρας μου, και την μεγάλη για τον Χριστό; Σβησατε καλά τις φωτιές; Μην αφήσατε τη γάτα στο μαγειριό με το αρνί; Πάμε λοιπόν, χρονιάσατε όσο να ετοιμαστήτε! Όλος ο κόσμος στο ποδάρι. Άλλος έκλεινε το σπίτι του, άλλοι έτρεχαν αμίλητοι για την εκκλησία με τα δαδιά δυο χέρι, για να βλέπουν να περπατούν, κάποιος φώναζε τους γείτονες του άν ξύπνησαν, και η καμπάνα χτυπούσε ασταμάτητα: Ντάγκ-νταγκ- νταγκ-νταγκ.... Την εκκλησία την βρήκαμε γεμάτη. Ο παπάς καρτερουσε όλο το χωριό, για να βάλει ευλογητό, έστελνε τα παιδιά στα σπίτια να ξυπνήσουν τους κοιμισμένους κι αυτά έσπαζαν τα παράθυρα με τις πέτρες και τράνταζαν τις πόρτες με χτυπήματα όσο να τους ξυπνήσουν. Ο γερό- Μπίρος μοναχά, που δεν μπορούσε να περπατήσει από τους ρευματισμούς, δε θα άκουγε την πασχαλινή λειτουργία, αλλά αν άρρωστος και κατάκοιτος ήταν συγχωρεμένος. - Οι άλλοι όλοι είμαστε εδώ; ρώτησε ο παπάς. - Είμαστε, δέσποτα. - Εμπρός λοιπόν: ζεις το όνομα του Πατρός.... Άμα βγήκε έξω στον νάρθηκα για το «Χριστός Ανέστη», να ο γέρο- Μπίρος καβαλα στο μουλάρι του μπροστά στον παπά. - Δεν μπορούσα να το χωνέψω αυτό, έλεγε, να απομείνω έτσι φέτος από τα παλιοπόδαρα! Ακόμα είμαι ζωντανός, δεν είμαι πεθαμένος! Την ώρα που απολύσεις η εκκλησία και γυρίζαμε όλοι με τις άσπρες λαμπάδες αναμμένες, για να πάμε και στα σπίτια την χάρη της Λαμπρής από το «δέυτε λάβετε φως», άσπρισε πέρα στο βουνό και η ανατολη. Αχ! τι όμορφα μοσχοβολούσαν αυτή την ώρα τα ανθισμένα δέντρα στις αυλές και στους κήπους! Οι άνθρωποι χώριζαν για τα σπίτια τους με τις ευχές στο στόμα: «Χριστός Ανέστη!» «Χρόνια πολλά!» «Χαρούμενοι, με ότι αγαπά η καρδιά σας!» Τα αηδόνια το έλεγαν στα λακκώματα κάτω, μέσα στα βάτα. Προτού να μπούμε στο σπίτι μας, εμείς τα παιδιά περάσαμε κι από την μάντρα, για να φωτιστούν από την λαμπάδα μας και τα γιδοπρόβατα με τα αρνιά και τα κατσίκια, περάσαμε κι από το μουλάρι μας, τη Σίβα. Το σκυλί μας δέχτηκε με τόση χαρά το καημένο στην αυλή! Η πρώτη μας δουλειά ήταν να τραβήξουμε στην τραπεζαρία. Η μαγειρίτσα ήταν έτοιμη, οι λαμπροκουλουρες βγήκαν από το ντουλάπι και η Ρήνα η ψυχοπαίδα μας, έφερε και τα κόκκινα αυγά, για να τσουγκρίσουμε με το «Χριστός Ανέστη» Παίρνουμε να τσουγκρίσουμε και τι να δούμε! Ο μικρός αδερφός μου, για να βρει ποιο αυγό είχε πιο γερή μύτη και να νικήσει τα αλλά παιδιά, δοκιμαζοντας το ένα με το άλλό, δεν είχε αφήσει κανένα γερό στην κανίστρα! - Για τιμωρία του, είπε ο πατέρας μας, να γυρίζει ύστερα τη σούβλα με το αρνί μοναχός του στον κήπο. Εκεί όμως που το γύριζε, όλοι τον παρακαλούσαμε να μας αφήσει λίγο να γυρίσουμε και εμείς και εκείνος μας έκανε τον βαρύ, σαν να μας χάριζε κάτι δικό του. Μονάχα η Ρήνα μας δεν πρόφτασε να τον βοηθήσει γιατί κουβαλούσε από το πρωί τις λαμπροκουλουρες και τα κόκκινα αυγά στους δεκαεπτά βαφτιστικους της μητέρας. Από το αναγνωστικό Δ´ δημοτικού 1974

  XVI Χαρὰ χαρά. Δὲ μᾶς νοιάζει τί θ᾿ ἀφήσει τὸ φιλί μας μέσα στὸ χρόνο καὶ στὸ τραγούδι. Ἀγγίξαμε τὸ μέγα ἄσκοπο ποὺ δὲ ζητᾷ τὸ σκοπό του. ...