Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

Η λαμπρή

 

Η ΛΑΜΠΡΗ

Νταγκ-νταγκ-νταγκ-νταγκ! χτυπούσε χαρμόσυνα τα μεσάνυχτα η καμπάνα της Λαμπρής.
Εγώ ζωγραφίζοντας μια πέρδικα με το κερί σε ένα κόκκινο αυγό, δεν είχα αποκοιμηθη, τα αλλά μου τα αδέρφια κοιμούνταν ξένοιαστα σαν τον καλό καιρό. Η μητέρα μου χώριζε τα φρεσκοπλυμένα άσπρο ρουχα του κάθε ενός. Η κυρα μάνα μου με την ψυχοπαίδα της παιδεύονταν στο μαγειρειό με την «μαγειρίτσα», με τα συκωτακια και τα αλλά λιανωματα του αρνιού, με μάραθα και τηγανισμένα ψωμάκια.
 Με την καμπάνα ακούστηκε από την αλλά κάμαρη η φωνή του πατέρα:
- Σηκωθητε κι ετοιμαστήτε γρήγορα, να μην κάθετε ο κόσμος και μας καρτερή!
Που να ξυπνήσουν όμως τα αδέρφια μου! Ο μικρός μάλιστα αν δεν τον ράντιζαν με νερό, θα κοιμόταν ακόμα ως τώρα, στο τέλος λίγο έλειψε να έρθει άνιφτος κοντά μας.
- Πήρατε τις λαμπάδες σας; ρωτά ο πατέρας μου, και την μεγάλη για τον Χριστό; Σβησατε καλά τις φωτιές; Μην αφήσατε τη γάτα στο μαγειριό με το αρνί; Πάμε λοιπόν, χρονιάσατε όσο να ετοιμαστήτε!


Όλος ο κόσμος στο ποδάρι. Άλλος έκλεινε το σπίτι του, άλλοι έτρεχαν αμίλητοι για την εκκλησία με τα δαδιά δυο χέρι, για να βλέπουν να περπατούν, κάποιος φώναζε τους γείτονες του άν ξύπνησαν, και η καμπάνα χτυπούσε ασταμάτητα: Ντάγκ-νταγκ- νταγκ-νταγκ....
Την εκκλησία την βρήκαμε γεμάτη. Ο παπάς καρτερουσε όλο το χωριό, για να βάλει ευλογητό, έστελνε τα παιδιά στα σπίτια να ξυπνήσουν τους κοιμισμένους κι αυτά έσπαζαν τα παράθυρα με τις πέτρες και τράνταζαν τις πόρτες με χτυπήματα όσο να τους ξυπνήσουν.
Ο γερό- Μπίρος μοναχά, που δεν μπορούσε να περπατήσει από τους ρευματισμούς, δε θα άκουγε την  πασχαλινή λειτουργία, αλλά αν άρρωστος και κατάκοιτος ήταν συγχωρεμένος.
- Οι άλλοι όλοι είμαστε εδώ; ρώτησε ο παπάς.
- Είμαστε, δέσποτα.
- Εμπρός λοιπόν: ζεις το όνομα του Πατρός....
   Άμα βγήκε έξω στον νάρθηκα για το «Χριστός Ανέστη», να ο γέρο- Μπίρος καβαλα στο μουλάρι του μπροστά στον παπά.
- Δεν μπορούσα να το χωνέψω αυτό, έλεγε, να απομείνω έτσι φέτος από τα παλιοπόδαρα! Ακόμα είμαι ζωντανός, δεν είμαι πεθαμένος!





      





 Την ώρα που απολύσεις η εκκλησία και γυρίζαμε όλοι με τις άσπρες λαμπάδες αναμμένες, για να πάμε και στα σπίτια την χάρη της Λαμπρής από το «δέυτε λάβετε φως», άσπρισε πέρα στο βουνό και η ανατολη. Αχ! τι όμορφα μοσχοβολούσαν αυτή την ώρα τα ανθισμένα δέντρα στις αυλές και στους κήπους!
Οι άνθρωποι χώριζαν για τα σπίτια τους με τις ευχές στο στόμα: «Χριστός Ανέστη!» «Χρόνια πολλά!» «Χαρούμενοι, με ότι αγαπά η καρδιά σας!» 
Τα αηδόνια το έλεγαν στα λακκώματα κάτω, μέσα στα βάτα.
Προτού να μπούμε στο σπίτι μας, εμείς τα παιδιά περάσαμε κι από την μάντρα, για να φωτιστούν από την λαμπάδα μας και τα γιδοπρόβατα με τα αρνιά και τα κατσίκια, περάσαμε κι από το μουλάρι μας, τη Σίβα. Το σκυλί μας δέχτηκε με τόση χαρά το καημένο στην αυλή!
 Η πρώτη μας δουλειά ήταν να τραβήξουμε στην τραπεζαρία.
Η μαγειρίτσα ήταν έτοιμη, οι λαμπροκουλουρες βγήκαν από το ντουλάπι και η Ρήνα η ψυχοπαίδα μας, έφερε και τα κόκκινα αυγά, για να τσουγκρίσουμε με το «Χριστός Ανέστη» 
Παίρνουμε να τσουγκρίσουμε και τι να δούμε! Ο μικρός αδερφός μου, για να βρει ποιο αυγό είχε πιο γερή μύτη και να νικήσει τα αλλά παιδιά, δοκιμαζοντας το ένα με το άλλό, δεν είχε αφήσει κανένα γερό στην κανίστρα! 
- Για τιμωρία του, είπε ο πατέρας μας, να γυρίζει ύστερα τη σούβλα με το αρνί μοναχός του στον κήπο. Εκεί όμως που το γύριζε, όλοι τον παρακαλούσαμε να μας αφήσει λίγο να γυρίσουμε και εμείς και εκείνος μας έκανε τον βαρύ, σαν να μας χάριζε κάτι δικό του. Μονάχα η Ρήνα μας δεν πρόφτασε να τον βοηθήσει γιατί κουβαλούσε από το πρωί τις λαμπροκουλουρες και τα κόκκινα αυγά στους δεκαεπτά βαφτιστικους της μητέρας.

Από το αναγνωστικό Δ´ δημοτικού 1974




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  XVI Χαρὰ χαρά. Δὲ μᾶς νοιάζει τί θ᾿ ἀφήσει τὸ φιλί μας μέσα στὸ χρόνο καὶ στὸ τραγούδι. Ἀγγίξαμε τὸ μέγα ἄσκοπο ποὺ δὲ ζητᾷ τὸ σκοπό του. ...