Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

 



ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν Ελιά.

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της, έβλεπε τον κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη.

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω, σκεφτόταν. Κι από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε. Βγήκε στη γειτονιά, κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά της λίγο φαΐ.

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη, της μαγείρεψε, της σκούπισε το σπίτι, την έπλυνε, την ταΐσε. Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα, για να πάρει αέρα και ήλιο.

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη, μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους.

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε, όσο αδυνάτιζε. Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε, ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένος.

Αυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν.

– Τι να κάνω, τι να κάνω. Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία.

Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη – και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα – δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος.



Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε:

– Τρέξε, καλή νεράιδα, η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη, χλωμή κι αδύνατη.

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε:

– Τι έχεις, Ελιά μου, κι είσαι τόσο λυπημένη;

– Αχ, καλή μου νεράιδα. Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου.

– Και τι θέλεις, δηλαδή;

– θέλω να τους γίνω χρήσιμη, θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά.

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ;

– Και βέβαια το θέλω, δε βλέπεις πως έλιωσα από τη στενοχώρια μου;

– Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι, θα σε κάνω αυτό που θέλεις.



Και τσουπ! την άγγιξε με το ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα μεγάλο δέντρο, που έβγαλε φύλλα, λουλουδάκια άσπρα, που έγιναν ελιές πράσινες, μωβ, μαύρες.

Έπεσαν στη γη, τα κουκούτσια φύτρωσαν, έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο ελαιώνα.

Ήρθαν οι γείτονες, μάζεψαν τις ελιές,έβγαλαν λάδι,έφαγαν, χόρτασαν, ρόδισαν τα μαγουλά τους, ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και να ζουν ευτυχισμένοι.

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της δείξουν την αγάπη τους, πήραν το λάδι τους, το έβαλαν στο καντήλι, για να θυμίζουν στην Παναγιά και στο Χριστό, την καλοσύνη της ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο.

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε. Κι ο Χριστός κάτω απ’ την ελιά ήρθε και ξεκουράστηκε.

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση στον ελαιώνα και φρόντιζε, όταν έρχονται οι άνθρωποι να τη μαζέψουν να ‘ναι γεμάτη ελιές, να χορταίνουν οι φτωχοί, και να φωτίζονται απ’ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές.


    



 Πηγή:

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022

 

Αργύρη Εφταλιώτη, «Ο μπαρμπα Γιάννης κι ο γάδαρός του»


Αν έχει ιστορία ο μπαρμπα-Γιάννης, τη χρωστάει στο γάδαρό του. Επειδή ο γάδαρός του –Ψαρό τον έλεγε, ας τον πούμε και μεις Ψαρό– δούλεψε καλά στη ζωή, του, από την ώρα που σήκωσε σαμάρι η ράχη του. Επειδή στάθηκε καλότυχος γάδαρος ο Ψαρός, μ' όλη του τη βαριά δουλειά που έκαμε στη ζωή του. Επειδή ήτανε γάδαρος με χαρακτήρα ο Ψαρός, και τον έδειξε τον χαρακτήρα του τότες που τον είχε ο μπαρμπα-Γιάννης έξι μήνες δεμένο στο μαγγανοπήγαδό του, έξι ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες που μπορούσαν και λιοντάρι να δαμάσουν, κι ωστόσο ο Ψαρός μήτε τη δύναμή του έχασε στο ζυγό εκείνο, μήτε τη μεγάλη του φωνή, μήτε τη σβελτάδα του, όταν από καιρό σε καιρό, τον άφηνε ο αφέντης του στο χωράφι να πάρει λιγάκι αέρα, να δροσιστεί με χορτάρι χλωρό. Όταν ο μπαρμπα-Γιάννης έχασε το περιβόλι του, άλλο δεν του έμενε παρά ο Ψαρός. Αυτός ήταν ο φίλος του, η σερμαγιά του, το στήριγμά του. Μ' αυτόνα δούλευε, μ' αυτόνα μιλούσε. Ανεβοκατέβαινε το βουναράκι του χωριού του με τον Ψαρό, και δεν ήταν πραμάτεια, δεν ήτανε λαχανικά, πωρικά, ξύλο, που δεν περνούσαν από του Ψαρού τη σταυρωτή ράχη πριν να 'ρθουνε στου μπαρμπα-Γιάννη τη γειτονιά.

Κατάντησε μπαρμπα-Γιάννης και Ψαρός να είναι ένα πράμα. Μαζί τρώγανε, μαζί περπατούσανε, μαζί κοιμούνταν. Έξω, έξω στην άκρη του χωριού, ο μπαρμπα-Γιάννης στο καλύβι ολομόναχος, ο Ψαρός στην αυλή. Έβγαινε ο μπαρμπα-Γιάννης στην πόρτα του πρωί πρωί, κι η πρώτη του καλημέρα ήτανε στον Ψαρό. Γύριζε τότες ο Ψαρός το κεφάλι κατά τον αφέντη του, σάλευε τ' αυτιά του με λαχτάρα κι αγάπη, και τον κοίταζε με μάτια πανώρια, μάτια που μπορούσε κι η πιο μαυρομάτα κοπέλα να τα ζουλέψει. Άλλοτε πάλι, στη δουλειά απάνω, αν ήτανε μεγάλη η ζέστη, παραπολύ βαρύ το γομάρι, και τύχαινε κι Ψαρός να είναι κακοδιάθετος ή παρακουρασμένος και δεν ανέβαινε τον ανήφορο με μεγάλη προθυμία, έχανε την υπομονή του ο μπαρμπα-Γιάννης, και του μιλούσε σε γλώσσα που άνθρωπος να την υποφέρει ήταν αδύνατο, κι ωστόσο ο Ψαρός την υπόφερνε, κι έκανε τα καλά του μάλιστα, επειδή το γνώριζε πως έχει και ξύλο, αν και το ξύλο ο μπαρμπα-Γιάννης δεν του το 'δινε, παρά σαν έβλεπε πως δεν περνούσαν τα λόγια. Γάδαρος γνωστικότερος από ανθρώπους πολλούς που δεν εννοούν τίποτις να σου δώσουν, με τίποτις να συμφωνήσουν, όσο λογικό και να είναι, παρά σαν δούνε σα νιώσουν τη βία, είτε στη ράχη τους, είτε κι αλλιώς. Μα όλα τα πράματα αυτουνού του κόσμου έχουν ένα τέλος, κι είχε και του μπαρμπα Γιάννη και του Ψαρού η αχώριστη φιλία το τέλος της.

Ανέβαινε τ' αγαπημένο ζευγάρι από τον κάμπο, μέρα μεσημέρι. Αύγουστο μήνα, με γομάρι σταφύλια. Ήταν τρυγητός, καιρό δεν είχανε να χάνουν, τα σταφύλια περίμεναν στ' αμπέλι κομμένα, να κουβαληθούνε, να ζουληχτούνε, να γίνουν πετμέζι, μούστος κρασί. Ήταν το τρίτο ταξίδι τούτο. Έπρεπε να γίνουν άλλα τρία ταξίδια, και μήτε να σταθούνε στο μισό δρόμο, να ξεκουραστούνε, δεν είχαν καιρό. Ήταν τώρα γέρος ο μπαρμπα-Γιάννης μα κι ο Ψαρός ακόμα πιο γέρος. Δεν είχε πια ο Ψαρός την πρώτη σβελτάδα του.


– Τρέχα, κακόμοιρε, του έλεγε ο μπαρμπα Γιάννης βραχνά βραχνά, τρέχα, γιατί έχουμε άλλα τρία. Και τότες πια θα 'χεις χειμωνικόφλουδα απόψε στο φαγί σου. Άιντε και φτάσαμε κακορίζικε!

Ηρωικός γάδαρος ο Ψαρός, διακριτικός αφέντης ο μπαρμπα-Γιάννης. Γι' αυτό έζησε ο Ψαρός και χρόνια πολλά, και τον ωφέλησε τον αφέντη του, όσο γάδαρος άνθρωπο ποτές δεν ωφέλησε Κι έκανε ο Ψαρός να τρέξει γληγορότερα, μα τα πόδια του έτρεμαν, ήταν κατεβασμένα τ' αυτιά του, και γόγγυζε. Εκεί που γόγγυζε κοντοστέκεται, λυγίζουν τα γόνατά του, πέφτει κάτω, η άσπρη κοιλιά του στον ήλιο, τα πόδια του στον αέρα, τα κοφίνια με τα σταφύλια αποπίσω του.

Έτρεξε Ο μπαρμπα-Γιάννης κατατρομασμένος, πρώτη φορά που πάθαινε τέτοιο πράμ' ο Ψαρός. Άρχισε να ξελύνει του σαμαριού το λουρί, που του παράσφιγγε την κοιλιά του Ψαρού, και του 'κοβε την αναπνοή. Το 'σκισε το λουρί με το μαχαίρι του, παραμέρισε το σαμάρι όσο μπορούσε, ύστερα παίρνει το καπίστρι, και τραβάει τον Ψαρό να τόνε σηκώσει.

Έλα γέρο μου, σήκω καημένε, σήκω κι έχουμε τρία ταξίδια ακόμα. Σήκω και θα 'χεις και κριθάρι απόψε. Σ' αξίζει, καημένε. Σήκω. Ψαρέ μου!

Μα πού να σηκωθεί ο Ψαρός!. Σκύβει ο μπαρμπα-Γιάννης και χαδεύει τη ράχη του, το λαιμό του, το μέτωπό του, τραβάει έπειτα πάλι, σηκώνεται ο Ψαρός! του κάκου! Δε

Του πέρασε τότες από το νου του σαν αστραπή, ο φόβος μήπως έπαθε τίποτις ο Ψαρός, μήπως κι ο φόβος μονάχα τον έκαμε να καθίσει, ν' ακουμπήσει κάπου, να συνεφέρει, να πάρει δύναμη για να μπορέσει να κοιτάξει τα μάτια του, να προσέξει την αναπνοή του, να καταλάβει αν ζει ο Ψαρός του.

Κάθισε λαχανιασμένος αφανισμένος από την κούραση, από τη βιάση του να ξελύσει το σαμάρι να παραμερίσει τα κοφίνια, από τα τράβα τράβα το καπίστρι να σηκωθεί ο Ψαρός, από τον ήλιο το φοβερό που τον έδερνε καθώς έπεφτε στην κορφή του.

 Ξανασυλλογίστηκε άξαφνα το δόλιο τον Ψαρό και πάσκισε να συρθεί κατακεί που ήταν πλαγιασμένος, να τόνε χαδέψει, να τον κάμει να σηκωθεί, να τον καβαλικέψει έπειτα και να πάει στο καλύβι του, να συχάσουν κι οι δύο τους, κι ας πάνε στο καλό τα σταφύλια.

Μα πού να σηκωθεί πια ο μπαρμπα-Γιάννης! Όσο το συλλογιότανε να σηκωθεί, άλλο τόσο βούλιαζε μέσα στη λιγοθυμιά που τον πήρε, βούλιαζε, όλο βούλιαζε, και τώρα πια άλλο δεν έμενε μέσα στο νου του παρά να μπορέσει ν' απλώσει το χέρι του απάνω στον Ψαρό, να του δώσει να καταλάβει πως είναι κοντά του, πως παρακουράστηκε κι αυτός, και θα μείνει πλαγιασμένος, ώσπου να συνεφέρει.

Μάζεψε τη στερνή του δύναμη κι άπλωσε ο γέρος το χέρι του. Έπεσε βαριά το χέρι απάνω στον άψυχο το λαιμό του Ψαρού.

Κάθισε και σηκωμό πια δεν είχε. Μόνο έγειρε σ' ένα βράχο πλαγινό, στο μισό το δρόμο του βουνού, που ψυχή δεν φαίνονταν από πουθενά να 'ρθει και να του χύσει μια στάλα νερό να τόνε Έμεινε καθώς έπεσε το χέρι, έμεινε κι ο γέρος ασάλευτος, αμίλητος, αξύπνητος. Τίποτις δεν έφεγγε πια μέσα στο σβησμένο το νου του, και μήτε τα μερμήγκια κι οι μύγες, μήτ' αυτά δεν τον πείραζαν πια. Μόνο τον έδερνε ο ήλιος, κι αυτός κοιμούνταν τον αιώνιο τον ύπνο, κοντά στον Ψαρό του, τον ήρωα τον Ψαρό, που απόθανε στη δουλειά του απάνω, σαν πολεμιστής απάνω στο κάστρο του.

Την άλλη μέρα σε κείνο το μέρος τίποτις άλλο δεν έβλεπες παρά μερικές ρώγες σκόρπιες εδώ και εκεί. Ο μπαρμπα-Γιάννης ήτανε θαμμένος στην Άγια-Μαρίνα λίγο παραπάνω, ο δύστυχος ο Ψαρός ήταν γκρεμισμένος μέσα σε χαράδρα βαθιά παρακάτω.

Δεν τον έθαψαν τον Ψαρό κι ας δούλεψε σ' όλη του τη ζωή. Τόνε λυπήθηκαν όμως τα όρνια και του ξεγύμνωναν τ' άσπρα τα κόκαλά του, και του τα ζέσταιν' ο ήλιος και του τα 'πλεναν οι βροχές, ώσπου αφανίστηκαν και κείνα, κι άλλο τώρα δεν του μένει του κακόμοιρου του Ψαρού παρ' αυτή η μικρή ιστορία.

Πηγή:Αργύρης Εφταλιώτης 
Νησιώτικες ιστοριες
Νεφέλη Αθήνα 1989 σ.158-162

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022


Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια πανέμορφη πριγκίπισσα, που όμως δεν είχε σύντροφο. Τη λέγανε Ψυχή. Ο πατέρας της αναζήτησε τη συμβουλή του Απόλλωνα κι εκείνος είπε: "Με ρούχα νυφικά η κόρη σου θα σταθεί στην κορυφή ενός ψηλού βουνού κι από εκεί σαν νύφη ένας δράκος θα έλθει να την πάρει". Με λύπη συμφώνησαν, κι όλη νύχτα στο κρύο η Ψυχή περίμενε και το πρωί βρίσκεται σε ένα λαμπρό παλάτι.

 

Είναι η βασίλισσα του παλατιού. Κάθε νύχτα ένας αόρατος σύζυγος την επισκέπτεται και της κάνει έρωτα. Σαν δείγμα εμπιστοσύνης τής ζητάει να μην τον κοιτάξει ποτέ.

Μέσα στο σκοτάδι μόνο να συναντιούνται.

Κάποια νύχτα, όμως, δεν αντέχει άλλο και φοβούμενη ότι ο εραστής της είναι  ο φοβερός δράκος, η Ψυχή παραβιάζει την υπόσχεσή της και ανάβει το φως. Σαστισμένη βλέπει στο κρεβάτι της έναν πανέμορφο νέο.

Είναι ο Έρως. Το φως τον ξυπνάει και χάνεται. Σε απόγνωση, η Ψυχή ζητάει τη βοήθεια απο την μητέρα του, την Αφροδίτη.

Εκείνη, όμως, που φθονεί την ομορφιά της, την υποβάλλει σε σκληρές δοκιμασίες, ελπίζοντας ότι δεν θα αντέξει. Η Ψυχή, όμως, αντέχει και η Αφροδίτη τής δίνει ένα μαγικό ποτό που τη βυθίζει σε εναν πολύ βαθύ ύπνο.

Ο Έρως, όμως, που δεν αντέχει μακριά της, την αναζητεί και με ένα βέλος από το τόξο του την ξυπνάει. Έπειτα πηγαίνει στον Δία και τον ικετεύει να κάνει την Ψυχή και το γάμο τους αθάνατους.


Ευχαριστούμε που μας διαβάσατε

Μ.Κ




Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2022

 

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ

Μια  φορά κι έναν καιρό σ' ένα χωριό κοντά στο δάσος ζούσαν με την οικογένεια τους δυο αδερφάκια. Ένα κοριτσάκι και ένα αγοράκι.

Κοντά στο σπίτι των παιδιών ζούσε άλλη μια οικογένεια που είχε ένα κοριτσάκι. Τα τρία παιδιά ήταν πολύ καλοί φίλοι κι έκαναν πολύ καλή παρέα.

Όταν ξεκινούσε ο χειμώνας και τα χιόνια σκέπαζαν την περιοχή που ζούσαν, τα παιδιά γεμάτα χαρά κι ενθουσιασμό έτρεχαν να φτιάξουν το δικό τους χιονάνθρωπο. Αυτός ο χιονάνθρωπος ήταν για όλο το χειμώνα το ωραιότερο παιχνίδι τους. Έπαιζαν και διασκέδαζαν ξέγνοιαστα μαζί ώρες ατελείωτες. Χιονομπαλιές, τρεχαλητά, παιδικές φωνές και γέλια πλημμύριζαν το δάσος από την όμορφη παιδική παρέα.

Ώσπου μια μέρα η φίλη των δύο παιδιών έτσι όπως έπαιζαν και κρύβονταν μέσα στο δάσος χάθηκε και δεν ξαναβρέθηκε ποτέ . Η θλίψη των δύο οικογενειών αλλά και των δυο αδελφιών ήταν τεράστια. Τώρα πια για τους μικρούς μας φίλους το χιονισμένο δάσος ήταν το σπίτι της φίλης τους.

Κάθε χρόνο τα παιδιά περίμεναν ανυπόμονα πότε θα χιονίσει για να δημιουργήσουν πάλι τη μικρή τους παρέα. Η μικρή φίλη τους έλειπε τόσο πολύ και μόνο ο χειμώνας με τα χιόνια του, τους έκανε πραγματικότητα τ' όνειρό τους. Έτρεχαν στο δάσος όχι για να φτιάξουν απλά ένα χιονάνθρωπο αλλά το αγαπημένο τους χιονοκόριτσο. Αυτό το χιονοκόριτσο ήταν η χαμένη στο χιονισμένο δάσος φίλη τους. Τόση η επιθυμία και η λαχτάρα να την ξαναβρούν και να η ξεκινήσουν το ανέμελο παιχνίδι τους, που το χιονοκόριτσο τους ζωντάνευε και το παιχνίδι ξανάρχιζε. Αυτό ήταν πια το κρυμμένο μυστικό μέσα στην καρδιά του δάσους και της βαρυχειμωνιάς Η καρδούλα της μικρής τους φίλης ξανάρχιζε να χτυπά στο χιονοκόριτσο που έπλαθαν με τη θέρμη της ψυχής τους τα δυο αδέρφια.

Η χειμωνιάτικη συντροφιά κρατούσε μέχρι τις πρώτες ζέστες της άνοιξης. Όταν ο χειμώνας έφευγε και η φύση άρχιζε να τινάζει απο πάνω της το χειμωνιάτικό μανδύα της, τότε το χιονοκόριτσο μετατρεπόταν σε ανοιξιάτικες δροσοσταλίδες στις φυλλωσιές του δάσους μέχρι τον επόμενο χειμώνα. Τη χαρά των παιδιών διαδεχόταν η ελπίδα της προσμονής για ένα παιχνίδι που ξαναζωντάνευε στην καρδιά του δάσους.



Μ.Κ

Ευχαριστούμε που μας διαβάσατε



  XVI Χαρὰ χαρά. Δὲ μᾶς νοιάζει τί θ᾿ ἀφήσει τὸ φιλί μας μέσα στὸ χρόνο καὶ στὸ τραγούδι. Ἀγγίξαμε τὸ μέγα ἄσκοπο ποὺ δὲ ζητᾷ τὸ σκοπό του. ...