Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2021

 ημένος! (χριστουγεννιάτικο διήγημα του Φώτη Κόντογλου)

O Άγιος Βασίλης, σαν περάσανε τα Χριστούγεννα, πήρε το ραβδί του και γύρισε σ' όλα τα χωριά, να δει ποιος θα τονε γιορτάσει με καθαρή καρδιά. Πέρασε από λογιών-λογιών πολιτείες κι από κεφαλοχώρια, μα σ’ όποια πόρτα κι αν χτύπησε δεν τ’ ανοίξανε, επειδή τον πήρανε για διακονιάρη. Κ' έφευγε πικραμένος, γιατί ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από τους ανθρώπους, μα ένοιωθε το πόσο θα πονούσε η καρδιά κανενός φτωχού από την απονιά που του δείξανε κείνοι οι άνθρωποι.

Μια μέρα έφευγε από ένα τέτοιο άσπλαχνο χωριό, και πέρασε από το νεκροταφείο, κ' είδε τα κιβούρια πώς ήτανε ρημαγμένα, οι ταφόπετρες σπασμένες κι αναποδογυρισμένες, και τα νιόσκαφτα μνήματα είτανε σκαλισμένα από τα τσακάλια. Σαν άγιος που είτανε άκουσε πως μιλούσανε οι πεθαμένοι και λέγανε: «Τον καιρό που είμαστε στον απάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι αφήσαμε πίσω μας παιδιά κ' εγγόνια να μας ανάβουνε κανένα κερί, να μας καίγουνε λίγο λιβάνι μα δεν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπά στο κεφάλι μας να μας διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρά σαν να μην αφήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι ο άγιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ' είπε: «Τούτοι οι χωριάτες ούτε σε ζωντανό δε δίνουνε βοήθεια, ούτε σε πεθαμένον», και βγήκε από το νεκροταφείο, και περπατούσε ολομόναχος μέσα στα παγωμένα χιόνια.

* **

Παραμονή της πρωτοχρονιάς έφταξε σε κάτι χωριά που είτανε τα πιο φτωχά ανάμεσα στα φτωχοχώρια, στα μέρη της Ελλάδας. Ο παγωμένος αγέρας βογκούσε ανάμεσα στα χαμόδεντρα και στα βράχια, ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Είδε μπροστά του μια ραχούλα, κι από κάτω της είτανε μια στρούγκα τρυπωμένη. Ο άγιος Βασίλης μπήκε στη στάνη και χτύπησε με το ραβδί του την πόρτα της καλύβας και φώναξε: «Ελεήστε με, τον φτωχό, για την ψυχή των αποθαμένων σας κι ο Χριστός μας διακόνεψε σε τούτον τον κόσμο! ». τα σκυλιά ξυπνήσανε και χυθήκανε απάνω του, μα σαν πήγανε κοντά του και τον μυριστήκανε, πιάσανε και κουνούσανε τις ουρές τους και πλαγιάζανε στα ποδάρια του και γρούζανε παρακαλεστικά και χαρούμενα. Απάνω σ’ αυτά, άνοιξε η πόρτα και βγήκε ένας τσοπάνης, ως εικοσιπέντε χρονών παλληκάρι, με μαύρα στριφτά γένια, ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, άνθρωπος αθώος κι απελέκητος, προβατάνθρωπος, και πριν να καλοϊδεί ποιός χτύπησε, είπε: «Έλα, έλα μέσα. Καλή μέρα, καλή χρονιά!».

Μέσα στο καλύβι έφεγγε ένα λυχνάρι, κρεμασμένο από

πάνω από μια κούνια, που είτανε δεμένη σε δύο παλούκια.

Δίπλα στο τζάκι είτανε τα στρωσίδια τους και κοιμότανε η

γυναίκα του Γιάννη. αυτός, σαν εμπήκε μέσα ο άγιος Βασίλης,

κ' είδε πώς είτανε γέρος σεβάσμιος, πήρε το χέρι του και τ'

ανεσπάσθηκε κ' είπε: «Νά 'χω την ευχή σου, γέροντα», και το'

λέγε σαν να τον γνώριζε κι από πρωτύτερα, σα να 'νατανε

πατέρας του. Και κείνος του είπε: «Βλογημένος νά 'σαι, εσύ κι

όλο το σπιτικό σου, και τα πρόβατά σου η ειρήνη του Θεού νά

'ναι απάνω σας!». Σηκώθηκε κ’ η γυναίκα και πήγε και

προσκύνησε και κείνη τον γέροντα και φίλησε το χέρι του και

τη βλόγησε. Κι ο άγιος Βασίλης είτανε σαν καλόγερος

ζητιάνος, με μια σκούφια παλιά στο κεφάλι του, και τα ράσα

του είτανε τριμμένα και μπαλωμένα και τα τσαρούχια του

τρύπια, κ' είχε κ' ένα παλιοτάγαρο αδειανό. Ο Γιάννης ο

Βλογημένος έβαλε ξύλα στο τζάκι. Και παρευθύς,

φεγγοβόλησε το καλύβι και φάνηκε σαν παλάτι. Και φανήκανε τα δοκάρια, σα νά 'τανε μαλαμοκαπνισμένα, κ' οι πητιές πού είτανε κρεμασμένες φανήκανε σαν καντήλια, κ' οι καρδάρες και τα τυροβόλια και τ' άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, γινήκανε σαν ασημένια, και σαν πλουμισμένα με διαμαντόπετρες φανήκανε, και τ' άλλα, τα φτωχά τα πράγματα πού 'χε μέσα στο καλύβι του ο Γιάννης ο Βλογημένος. Και τα ξύλα που καιγόντανε στο τζάκι τρίζανε και λαλούσανε σαν τα πουλιά που λαλούνε στον παράδεισο, και βγάζανε κάποια εύωδία πάντερπνη. Τον άγιο Βασίλη τον βάλανε κ' έκατσε κοντά στη φωτιά κ' ή

 

γυναίκα του 'θεσε μαξιλάρια νά ακουμπήσει. Κι ο γέροντας ξεπέρασε το ταγάρι του από το λαιμό του και το βαλε κοντά του, κ' έβγαλε και το παλιόρασό του κι απόμεινε με το ζωστικό του.

Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε κι άρμεξε τα πρόβατα μαζί με τον παραγυιό του, κ' έβαλε μέσα στην κοφινέδα τα νιογέννητα τ' αρνιά, κι ύστερα χώρισε τις ετοιμόγεννες προβατίνες και τις κράτησε στο μαντρί, κι ο παραγυιός τα 'βγαλε τα’ άλλα στη βοσκή. Λιγοστά είτανε τα ζωντανά του, φτωχός είτανε ο Γιάννης, μα είτανε Βλογημένος. Κ' είχε μια χαρά μεγάλη, σε κάθε ώρα, μέρα και νύχτα, γιατί είτανε καλός άνθρωπος κ' είχε και καλή γυναίκα, κι όποιος λάχαινε νά περάσει από την καλύβα τους, σαν νά 'τανε αδελφός τους, τον περιποιόντανε. για τούτο κι ο άγιος Βασίλης κόνεψε στο σπίτι τους, και κάθησε μέσα, σα νά 'τανε δικό του σπίτι, και βλογηθήκανε τα θεμέλιά του. Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της Οικουμένης, οι αρχόντοι, οι δεσποτάδες κ’ οι επίσημοι ανθρώποι μα εκείνος δεν πήγε σε κανέναν, παρά πήγε και κόνεψε στο καλύβι του Γιάννη του Βλογημένου.

* **

Το λοιπόν, σαν σκαρίσανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στον άγιο: «Γέροντα, έχω χαρά μεγάλη. Θέλω να μας διαβάσεις τα γράμματα τ' Αη-Βασίλη. Εγώ είμαι άνθρωπος αγράμματος, μα αγαπώ τα γράμματα της θρησκείας μας. Έχω και μια φυλλάδα από έναν γούμενο αγιονορίτη, κι όποτε τύχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τον βάζω και μου διαβάζει από μέσα την φυλλάδα, γιατί δεν έχουμε κοντά μας εκκλησία».

Έπιασε και θαμπόφεγγε κατά το μέρος της ανατολής. Ο άγιος Βασίλης σηκώθηκε και στάθηκε κατά την ανατολή κ' έκανε το σταυρό του, ύστερα έσκυψε και πήρε μια φυλλάδα από το ταγάρι του, κ’ είπε: «Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε καί στάθηκε από πίσω του, κ’ ή γυναίκα βύζαξε το μωρό και πήγε και κείνη καί στάθηκε κοντά του, με σταυρωμένα χέρια. Κι ο άγιος Βασίλης είπε το « Θεός Κύριος » και τ' απολυτίκιο της Περιτομής « Μορφήν άναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες », δίχως να πει και το δικό του το απολυτίκιο πού λέγει «Εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος σου». Η φωνή του είτανε γλυκειά και ταπεινή, κι ο Γιάννης κ' η γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ας μην καταλαβαίνανε τα γράμματα. Κ' είπε ο άγιος Βασίλης όλον τον Όρθρο και τον Κανόνα της Εορτής: «Δεύτε λαοί άσωμεν άσμα Χριστώ τω Θεώ, χωρίς να πει το δικό του τον, Κανόνα, πού λέγει «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε ». Κ’ ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κ’ έκανε απόλυση και τους βλόγησε.

Και σαν καθήσανε στο τραπέζι και φάγανε κι αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπητα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. Κι ο άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπητα, κ’ είπε: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος κ’ έκοψε το πρώτο το κομμάτι κ’ είπε «του Χριστού» κ’ ύστερα είπε «της Παναγίας», κ' ύστερα είπε «του νοικοκύρη Γιάννη του Βλογημένου». Του λέγει ο Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τον άη- Βασίλη!». Του λέγει ο άγιος: «Ναι, καλά ! κ’ ύστερα λέγει: «Του δούλου του Θεού Βασιλείου». Κ’ ύστερα λέγει πάλι: «Του νοικοκύρη, «της νοικοκυράς», «του παιδιού», «του παραγυιού», «των ζωντανών», «των φτωχών». Τότε λέγει στον άγιο ο Γιάννης ο Βλογημένος: «Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιωσύνη σου; Του λέγει ο άγιος: «Έκοψα, Βλογημένε!» μα, ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο μακάριος. Κ’ ύστερα, σηκώθηκε όρθιος ο άγιος Βασίλειος κ' είπε την ευχή του «Κύριε ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην είσέλθης του οίκου της ψυχής μου».

Κ’ είπε ο Γιάννης ο Βλογημένος: «Πες μου, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, σε ποιά παλάτια άραγες πήγε σαν άπόψε ο άγιος Βασίλης; οι αρχόντοι κ’ οι βασιληάδες τι αμαρτίες νά  ́χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζό- μαστε». Κι ο άγιος Βασίλης δάκρυσε κ' είπε πάλι την ευχή, άλλοιώτικα: «Κύριε, ο Θεός μου, οίδα ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστίν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην του είσέλθης. Οτι νήπιος ύπάρχει και τα μυστηριά Σου τοις νηπίοις αποκαλύπτεται». Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο μακάριος, ο Γιάννης ο Βλογημένος...

Πηγή κειμένου: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2010/12/blog-post_715.html#ixzz1iCU51t2f

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

 Καπετάνιος αγιογράφος.


Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Φώτη Κόντογλου.


"Σαν σήμερα, Χριστούγεννα, στα 1864, έκανε μεγάλη φουρτούνα με χιονιά. Στ’ αγριεμένο πέλαγο δεν φαινότανε πουθενά πανί. Μοναχά ένα μικρό καΐκι πάλευε με το χάρο ανοιχτά από την Τήνο. Ήτανε ενός καπετάν Γιώργη από τη Νάξο, φορτωμένο κρασιά από τη Σαντορίνη. Όλη τη μέρα αγαντάριζε στον αγέρα, μα σαν σκοτείνιασε, ο βοριάς σκύλιαξε κι’ έσπασε τ’ άρμπουρο, έβγαλε και το τιμόνι από τα βελόνια. Οι άνθρωποι προφτάξανε και ρίξανε τη βάρκα στη θάλασσα και μπήκανε μέσα.

Δεν είχανε αλαργάρει ως μια τουφεκιά τόπο, και βούλιαξε το καΐκι. Τη βάρκα την άρπαξε το μπουρίνι και την πήγαινε όπου ήθελε μέσα στην πίσσα της νύχτας. Οι τρεις νοματέοι που βρισκόντανε μέσα ήτανε ο καπετάν Γιώργης κι’ άλλοι δυο γεμιτζήδες, σε ελεεινή κατάσταση, βρεμένοι μέχρι κόκκαλο με κείνον τον χιονιά, πουντιασμένοι από το τάντανο, δίχως καμιάν ελπίδα πως θα γλυτώνανε. Πιάσανε και κλαίγανε σαν τα μωρά και τάξανε κι’ οι τρεις να πάνε να καλογερέψουνε, αν λάχαινε να γλυτώσουνε. Κι’ ο Θεός άκουσε τις φωνές που τον παρακαλούσανε, γιατί βγαίνανε σαν του Ιωνά μέσα από καρδιές απελπισμένες, και κει που δεν ξέρανε πού βρισκόντανε, σαν ξημέρωσε, είδανε πως ο καιρός καλωσύνεψε ανέλπιστα, και πως βρισκόντανε κοντά στη Σύρα. Ήβγανε γεροί όξω και τους μαζέψανε κάτι ψαράδες, δεν αρρώστησε κανένας.

Καθίσανε δυο τρεις μέρες στη Σύρα κι’ είπανε πως έχουνε χρέος να κάνουνε το τάξιμό τους. Πουλήσανε τη βάρκα, και με κείνα τα λεφτά μπαρκάρανε, και πήγανε ίσια στ' Άγιον Όρος και γινήκανε κ' οι τρεις καλογέροι, δίχως να ειδοποιήσουνε τα σπίτια τους πως γλυτώσανε, αφού είπανε πως είναι πια πεθαμένοι για τον κόσμο. Ο καπετάν Γιώργης πήγε κι' ασκήτεψε στη Σκήτη της Αγίας Άννας, κ' έφταξε σε μεγάλα μέτρα, με προσευχή, με νηστεία και με σκληρή κακοπάθηση του κορμιού, τόσο, που ξακούστηκε η αγιοσύνη του σ' όλο το Όρος. Έμαθε και την τέχνη κοντά σ’ έναν γέροντα μάστορα, κ' έγινε σπουδαίος αγιογράφος. Η γυναίκα του τον είχε για πνιγμένον κ' έκανε κάθε χρόνο τα κόλλυβά του. Δεν έμαθε πως γλύτωσε και πως καλογέρεψε ο άντρας της. Μαυροφόρεσε αυτή και τα δυο παιδιά της τα πιο μεγάλα, γιατί το μικρό ήτανε μωρό βυζανιάρικο. Κι' ο καπετάν Γιώργης, που γίνηκε Πάτερ Γεράσιμος, δεν θέλησε να μάθει τίποτα για το σπίτι του, μην τύχει και τον νικήσει η αγάπη των παιδιών του.

Αλλά σαν περάσανε δυο τρία χρόνια, δυνάμωσε η ψυχή του με τη θεία χάρη κ' ήθελε να βγει για λίγον καιρό από το Όρος, όπως βγαίνανε κι' άλλοι πατέρες για ελέη, και να πάγει στη Νάξο να δει τα παιδιά του και τη γυναίκα του, δίχως να φανερωθεί. Μάλιστα, σαν διάβασε το συναξάρι τ' άγιου Γιάννη του Καλυβίτη, που ήτανε μοναχογυιός κι’ αρχοντόπουλο, και πήγε κρυφά και καλογέρεψε, και για να πονέσει ακόμα πιο πολύ η καρδιά του για την αγάπη του Χριστού, πήγε στο πατρικό το σπίτι του κι’ έκανε τον υπηρέτη δίχως να τον ξέρουνε οι γονιοί του, κι’ έτσι παράδωσε το πνεύμα του στον Θεό, σαν διάβασε λοιπόν ο πάτερ Γεράσιμος τούτη τη συγκινητική την ιστορία, αποφάσισε σίγουρα να πάγει στη Νάξο. Πήρε λοιπόν την ευχή από τον γέροντά του, και μπήκε σ' ένα καΐκι και τον έβγαλε στην Πάρο.

Εκεί κάθισε κανένα μήνα, κι’ επειδής είχε πάρει μαζί του και τα σύνεργα της ζωγραφικής, ζωγράφισε και καμπόσα εικονίσματα που του παραγγείλανε. Και τόση ήτανε η ευλάβειά του κι’ η σεβασμιότητα που είχε το παρουσιαστικό του, που ξακούστηκε στα γύρωθε νησιά πως τα εικονίσματα που ζωγράφιζε ήτανε «έθαρμα» (θαυματουργά), γιατί δεν έτρωγε λάδι παρά έβαζε μονάχα λίγο, με του φτερού την άκρη, στο φαγητό του την Κυριακή που δεν δούλευε, κ' έτρωγε και το ψωμί με μέτρο, και το νερό ακόμα πούπινε. Τα γόνατά του ήτανε πληγωμένα από τις μετάνοιες που έκανε όλη τη νύχτα, κι' ο ύπνος του ήτανε μοναχά μια δυο ώρες, και τον έπαιρνε καθιστός απάνω στο σεντούκι πούχε τα εργαλεία του, είτε πλαγιαστός απάνω στο χώμα. Κι’ από τα λιγοστά λεφτουδάκια που έπαιρνε για τα κονίσματα που έκανε, για τη συντήρησή του ξόδευε τα πιο λίγα, και τ’ άλλα τάδινε κρυφά στους φτωχούς.

Πήγανε λοιπόν από τη Νάξο δυο τρεις ευλαβείς χριστιανοί και τον παρακαλέσανε να πάγει και στο νησί τους. Και δεν τον γνωρίσανε, γιατί είχε αλλάξει ολότελα το πρόσωπό του από τα γένεια κι’ από τα μαλλιά κι’ από τη μεγάλη εγκράτεια, και πιο πολύ από την αγιοσύνη. Και κείνος χάρηκε πολύ, και σαν βρέθηκε μοναχός του έκλαψε και φχαρίστησε τον Θεό, γιατί ήτανε φανερό πως θέλημά του ήτανε να πάγει στην πατρίδα του να δοκιμαστεί η πίστη του «ως χρυσός εν χωνευτηρίω».

Βγήκε λοιπόν στη Νάξο, έξη χρόνια από τότε που γίνηκε καλόγερας. Οι θεοφοβούμενοι χριστιανοί κατεβήκανε και τον πήρανε από τη βάρκα, κι’ ο καθένας ήθελε να τον πάρει στο σπίτι του, για νάχει την ευλογία του. Πλην ο Χριστός έδειξε πάλι πως τον θεωρούσε στερεόν στην πίστη του και ήρθανε τα πράγματα τέτοιας λογής, ώστε να τον βάλουνε οι πιτρόποι της εκκλησίας σ' ένα κελλί που ήτανε αντίκρυ στο σπίτι του.

Δεν περάσανε δυο τρεις μέρες και πήρε παραγγελιά να ζωγραφίσει κάμποσες εικόνες, κ' έπιασε και δούλευε. Τη μέρα ήτανε κλεισμένος στο κελλί του και δεν κύταξε καθόλου από το παράθυρο. Μοναχά τη νύχτα, σαν ανάβανε τη λάμπα στο σπίτι του, καθότανε στα σκοτεινά δίχως να τον βλέπουνε, και κύτταζε μέσα τη χήρα τη γυναίκα του και τα παιδιά του μαυροντυμένα, που καθόντανε στο τραπέζι για να φάνε. Τότες τρέχανε σαν βρύσες τα μάτια του, κ' έπεφτε σε προσευχή και παρακαλούσε τον Θεό να τον βαστάξει με το δυνατό χέρι Του για να μην λυγίσει, ώστε να βγάλει πέρα τούτον τον μεγάλον αγώνα, που ήτανε παραπάνω απ' όσο μπορεί να αντέξει άνθρωπος. Γονάτιζε, κι’ έκλαιγε γονατιστός. Έλεγε το ψαλτήρι κ' η καρδιά του σα νάθελε να βγει

από το στήθος του, σαν περιστέρι να πετάξει. Πού να πετάξει; Στο σπίτι του ή στον Θεό, που είπε «όποιος αγαπά πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά περισσότερο από εμένα, αυτός δεν είναι άξιός μου»; Κι’ έλεγε με κλάψιμο:

«Έως τίνος θήσομαι οδύνας εν τη καρδία μου, ημέρας και νυκτός; Επίβλεψον, εισάκουσόν μου, Κύριος ο Θεός μου. Φώτισον τους οφθαλμούς μου, μήποτε υπνώσω εις θάνατον, μήποτε είπη ο εχθρός μου: Ίσχυσα προς αυτόν. Κύριε, εν σοι ρυσθήσομαι από πειρατηρίου, και εν τω Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος. Συ μου ει καταφυγή από θλίψεως της περιεχούσης με. Κύριε, εναντίον σου πάσα η επιθυμία μου, και ο στεναγμός μου από σου ουκ απεκρύβη. Πάντες οι μετεωρισμοί σου και τα κύματά σου επ' εμέ διήλθον. Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς, και πετασθήσομαι, και καταπαύσω; Ο Θεός, την ζωήν μου εξήγγειλά σοι, έθου τα δάκρυά μου ενώπιόν σου. Επί τω Θεώ ήλπισα, ου φοβηθήσομαι. Οτι ερρύσω την ψυχήν μου εκ του θανάτου, τους οφθαλμούς μου από δακρύων, τους πόδας μου από ολισθήματος. Εκοπίασα κράζων, εβραγχίασεν ο λάρυγξ μου, εξέλιπον οι οφθαλμοί μου από του ελπίζειν με επί τον Θεόν μου».

Κι’ από τον πολύν αγώνα τον έπαιρνε ο ύπνος κατά τα ξημερώματα. Κι’ άνοιγε τα μάτια του κι’ έβλεπε τη μέρα που γλυκοχάραζε και στάλαζε ειρήνη στην καρδιά του, σαν νάτανε άλλος άνθρωπος. Έβαζε με τον νου του το θρήνο που έκανε τη νύχτα, κι’ έλεγε με σιγανή φωνή: «Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός, και εις το πρωί αγαλλίασις. Κύριος εγεννήθη βοηθός μου. Έστρεψας τον κοπετόν μου εις χαράν εμοί, διέρρηξας τον σάκκον μου και περιέζωσάς με ευφροσύνην».

Έτσι περνούσανε οι μέρες. Και δυνάμωνε η ψυχή του, τόσο, που απορούσε και δόξαζε τον Θεό. Γιατί έφταξε να καλημερίζει τ' αγοράκι του που έβγαινε το πρωί από το σπίτι του να πάγει να δουλέψει σ' ένα τσαγκαράδικο, και το μικρό το κοριτσάκι του που ήτανε βυζανιάρικο τον καιρό που θαλασσοπνίγηκε, πήγαινε κάθε τόσο στο κελλί του και του φιλούσε το χέρι και κουβεντιάζανε μαζί. Ήτανε τότε ως έξη χρονών και το λέγανε Καλλιοπίτσα. Πήγαινε λοιπόν η Καλλιοπίτσα, στον παπού, και τούδινε κρύο νερό από τη στέρνα, και σαπούνιζε και τις βρούτσες που ζωγράφιζε, και δεν ήθελε να φύγει από κοντά, σα νάνοιωθε πως την τραβούσε το αίμα. Και κει που μιλούσανε, ώρες-ώρες γύριζε ο Πάτερ Γεράσιμος το πρόσωπό του και σφούγγιζε τα μάτια του, κ' έλεγε πάλι: «Κτηνώδης εγενήθην παρά σοι• καγώ διαπαντός μετά σου, ήγουν: “Σαν τ' αναίσθητο το ζώο γίνηκα για σένα, Θεέ μου, μα εγώ παντοτινά είμαι μαζί σου”».

Μια μέρα χτύπησε η πόρτα του κελλιού του, και σαν άνοιξε, βλέπει μπροστά του τη γυναίκα του. Και σαν νάτανε από πέτρα κι' όχι άνθρωπος με κορμί, δεν απόδειξε τίποτα, κι' ούτε ταράχτηκε στο παραμικρό. Και κείνη δεν τον γνώρισε ολότελα, και του λέγει: «Καλή μέρα, γέροντα», και φίλησε το χέρι του. Και κείνος της λέγει: «Ο Θεός να σε ευλογεί, τέκνο μου». Και σαν μπήκανε μέσα, κάθισε ο Πάτερ Γεράσιμος στο σκαμνί του, και κείνη κάθισε ντροπαλή και πικραμένη στο σεντούκι. Και θέλοντας να μιλήσει η κακομοίρα δάκρυσε. Η γυναίκα που δεν γνώρισε τον άντρα της, δάκρυσε, και κείνος που τη γνώρισε, δεν δάκρυσε, μήτε ταράχτηκε, μήτε τίποτα απόδειξε, παρά καθότανε με χαροποιό πρόσωπο, σαν τους μάρτυρες την ώρα που τους καίγανε και που ξεσκίζανε τα κορμιά τους. Λέγει του η γυναίκα δακρυσμένη: «Ήρθα, γέροντα, να σε παρακαλέσω να μου φτιάξεις μιαν εικόνα τ' άγιου Γιώργη, σε μνημόσυνο του μακαρίτη τ’ αντρός μου, που πνίγηκε ανήμερα τα Χριστούγεννα πριν από έξη χρόνια». «Μετά χαράς», λέγει ο καλόγερας. «Βοήθειά σου. Μα δεν είναι καλό να κλαις, γιατί βαραίνεις την ψυχή του. Είσαι χήρα γυναίκα, δεν θέλω τίποτα για τον κόπο μου». Η γυναίκα τούκανε μετάνοια κ' έφυγε.

Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ο Πάτερ Γεράσιμος έβαλε μπροστά την εικόνα. Όσον καιρό τη δούλευε, τα μάτια του τρέχανε σαν βρύσες, οι μπογιές με τα δάκρυα ήτανε ζυμωμένες. Στο απάνω μέρος ζωγράφισε τον άγιο Γιώργη αρματωμένον και θλιμμένον καβάλλα στ' άλογο, κι' από κάτω το θεριό λαβωμένο από το κοντάρι του, κ' η βασιλοπούλα κύτταζε τρομαγμένη κ' έμοιαζε στην Καλλιοπίτσα. Και στο κάτω μέρος χώρισε ένα μέρος, και ζωγράφισε ένα καράβι που βούλιαζε, και τρεις ναύτες που θαλασσοπαλεύανε μέσα στ' άγρια τα κύματα, κ' έγραψε: «Το ναυάγιον». Και σε μια γωνιά έγραψε πάλι τούτα τα λόγια: «Υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του δούλου του Θεού Γεωργίου Αντρή, ονπερ κατέπιε υδατόστρωτος τάφος, εν έτει 1864, μηνί Δεκεμβρίω 25». Κι' από κάτω έγραψε «Διά χειρός Γερασίμου μοναχού του αμαρτωλού. Έτους 1870».

Ύστερα από κανέναν μήνα, ο Πάτερ Γεράσιμος μίσεψε από τη Νάξο για να γυρίσει στο Όρος. Περνώντας από τη Σύρα, έγραψε στη γυναίκα του πως έμαθε από έναν άλλον καλόγερα πως ο Καπετάν Γιώργης ζει και πως είναι στο Όρος, και πως να στείλει εκεί πέρα το γυιό της τον μεγάλο για να του δώσει τις παραγγελιές του. Σαν γύρισε πίσω στη σκήτη της μετανοίας του, πήρε ένα γράμμα από το γυιό του πως σε λίγες μέρες θα πήγαινε να τον ανταμώσει. Κατέβηκε στη Δάφνη και τον περίμενε. Σαν βγήκε από τη βάρκα, τον καλωσόρισε ο Πάτερ Γεράσιμος. Καθίσανε και κουβεντιάζανε για τη Νάξο, για το σπίτι τους. Κάθε τόσο ρωτούσε το παιδί: «Πότε θάρθει, γέροντα, ο πατέρας μου;». Και κείνος τούλεγε: «Πήγε ως του Ξηροποτάμου, κι' όπου νάναι θάρθει». Πάλι σε λίγο ξαναρωτούσε: «Πότε θάρθει, γέροντα, ο πατέρας μου;». Όπου σε μια στιγμή τον πήρανε τα δάκρυα τον γέροντα και λέγει του παιδιού του: «Εγώ είμαι, παιδί μου, ο πατέρας σου, εγώ ήμουνα μια φορά ο καπετάν Γιώργης. Μα θάμουνα πνιγμένος αν δε με γλύτωνε ο Θεός, κ' έταξα να γίνω καλόγερας. Τώρα εσύ δεν είσαι ορφανό, μα εγώ είμαι πια πεθαμένος για τον κόσμο. Έτσι θέλησε ο Παντοδύναμος, που είπε πως θα αφήσει γονιούς και παιδιά και γυναίκα όποιος Τον αγαπά. Γεννηθήτω το θέλημά Του».

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2021

 Η Ψυχή, η προσωποποίηση της ψυχής[1], ήταν η νεότερη από τις τρεις όμορφες κόρες του βασιλιά της Σικελίας.[2]

Ψυχή (μυθολογία)
Psycheabduct.jpg
Οικογένεια
ΣύζυγοςΈρως
ΤέκναΒολούπτας
Ηδονή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο μύθοςΕπεξεργασία

Λέγεται ότι η Ψυχή ήταν τόσο εκπληκτικά όμορφη που επισκίαζε ακόμη και την Αφροδίτη, την θεά της ομορφιάς και του έρωτα. Άνδρες συγκεντρωνόταν από παντού για να έρθουν να τη δουν και οι βωμοί της Αφροδίτης εγκαταλείφθηκαν εντελώς, καθώς όλοι λάτρευαν τώρα την ακαταμάχητη πριγκίπισσα αντί της θεάς, φέρνοντάς της προσφορές και σκορπίζοντας λουλούδια στους δρόμους όποτε έβγαινε έξω.

Η απότομα ξεχασμένη Αφροδίτη ήταν εξαγριωμένη με την Ψυχή, ακόμα και αν το κορίτσι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για ότι συνέβαινε. Κάλεσε τον γιο της, Έρωτα (σε αυτόν τον μύθο παρουσιάζεται ως όμορφος νέος) και του έδωσε εντολή να κάνει την Ψυχή να ερωτευθεί τον κατώτερο και πιο αξιοκαταφρόνητο άνδρα που θα μπορούσε να βρει. 

Στο μεταξύ η Ψυχή υπέφερε τρομακτικά από την αφοσίωση που συσσωρεύτηκε επάνω της. Τη λάτρευαν και την εγκωμίαζαν, αλλά κανένας δεν τολμούσε να την ζητήσει σε γάμο γιατί ο Έρωτας είχε δηλητηριάσει τις ψυχές των ανδρών ώστε να μην την επιθυμούν. Ενώ οι μεγαλύτερες αδερφές της έκαναν ευτυχισμένους γάμους με όμορφους πρίγκιπες, η αξιολύπητη Ψυχή καθόταν μόνη στο σπίτι, αναθεματίζοντας μυστικά την ομορφιά της. Ο πατέρας της συμβουλεύτηκε ένα μαντείο του θεού Απόλλωνα που τον καθοδήγησε να πάρει την Ψυχή, ντυμένη με νυφικό φόρεμα, σε ένα υψηλό βουνό όπου έπρεπε να περιμένει την άφιξη του γαμπρού. 

Σύμφωνα με τον χρησμόΕπεξεργασία

Θα ήταν ένας δράκος που πετούσε φωτιές και γέμιζε με τρόμο ακόμα και τους θεούς.

Έρως και Ψυχή

Τρομαγμένος ο πατέρας της Ψυχής υπάκουσε στις συμβουλές του χρησμού και με διάθεση γενικού πένθους, το κορίτσι οδηγήθηκε μακριά από το σπίτι της. Η Ψυχή προσπάθησε να παρηγορήσει τους γονείς της, αλλά παρέμειναν συντετριμμένοι στο θλιβερό παλάτι τους. Η ίδια η Ψυχή περίμενε στο ψηλό βουνό κλαίγοντας, αλλά ο Ζέφυρος, ο ευγενής δυτικός άνεμος, τη σήκωσε και τη μετέφερε σε μια όμορφη κοιλάδα όπου έπεσε σε βαθύ ύπνο πάνω στο φρέσκο γρασίδι.

Όταν ξύπνησε, ανακάλυψε ένα ωραίο δάσος, μια πηγή που έβγαζε καθαρά νερά και ένα εκθαμβωτικό παλάτι χτισμένο από τους θεούς οι τοίχοι του οποίου ήταν διακοσμημένοι με σκαλίσματα που αναπαριστούσαν όλα τα είδη άγριων ζώων. Τα πατώματα ήταν καλυμμένα με θαυμάσια ψηφιδωτά και άλλοι τοίχοι ήταν από ατόφιο χρυσάφι, που σήμαινε ότι ακόμα και όταν δεν έλαμπε ο ήλιος, το παλάτι λουζόταν από ένα χρυσό φως.

Η Ψυχή μπήκε στο παλάτι διστακτικά και την περιποιήθηκαν αόρατοι υπηρέτες. Πήρε έναν σύντομο ύπνο, έκανε μπάνιο και απόλαυσε ένα νόστιμο γεύμα και ευχάριστη μουσική. Εκείνη τη νύχτα ένας άγνωστος άντρας την επισκέφτηκε και έσμιξε μαζί της στο κρεβάτι. Η Ψυχή φοβήθηκε μέχρι θανάτου, αλλά ο άγνωστος τη μεταχειρίσθηκε τρυφερά, αν και εξαφανίστηκε πριν από το φως της ημέρας. Επέστρεφε κάθε νύχτα και η Ψυχή μαγευόταν όλο και περισσότερο από τον έρωτά του. 

Στο μεταξύ, οι αδελφές της Ψυχής θλιβόταν τόσο πολύ για τους γονείς τους που άρχισαν να την αναζητούν. Ο σύζυγος της Ψυχής την προειδοποίησε ότι οι αδερφές της πλησίαζαν στο παλάτι και της συνέστησε να τις αγνοήσει. Διαφορετικά θα έβλαπταν τον ίδιο και θα προκαλούσαν την καταστροφή της.

Αρχικώς, η Ψυχή συμφώνησε να υπακούσει στις επιθυμίες του, αλλά ένιωθε βαθιά απόγνωση στη σκέψη να μεταχειριστεί τις αδερφές της τόσο σκληρόκαρδα. Ο σύζυγός της τη λυπήθηκε και της επέτρεψε να υποδεχτεί τις αδελφές της, να τους μιλήσει και να τους δώσει δώρα. Της είπε, ωστόσο, ότι εάν ρωτούσαν ποιος ήταν, αυτή δεν έπρεπε να το συζητήσει και να μη προσπαθήσει να ανακαλύψει την ταυτότητά του ούτε η ίδια. Αυτό θα ήταν καταστρεπτική ενέργεια και θα σήμαινε το τέλος της αγάπης τους. Η Ψυχή τον ευχαρίστησε, του είπε ότι δεν ήθελε να τον χάσει με κανένα τρόπο και του ζήτησε να κανονίσει ώστε ο Ζέφυρος να φέρει τις αδελφές της στο παλάτι.

Mυστικός ΕραστήςΕπεξεργασία

Ο Έρως, που ήταν ο μυστικός εραστής της Ψυχής, ικανοποίησε το αίτημά της και κράτησε την υπόσχεσή του. Η Ψυχή δέχτηκε με ενθουσιασμό τις αδελφές της στο παλάτι της, και όταν μια από αυτές επέμενε να ρωτάει για την ταυτότητα του συζύγου της, απλώς απάντησε ότι ήταν ένας νέος όμορφος άντρας που περνούσε πάντα την ημέρα του κυνηγώντας. Φορτωμένες με θαυμάσια κοσμήματα, οι αδελφές της πήγαν στα σπίτια τους όπου άρχισε να τις τρώει φοβερή ζήλια. Η νεότερη αδελφή τους είχε γίνει ξαφνικά πάρα πολύ πλούσια και είχε επίσης βρει έναν απίστευτα όμορφο άνδρα, ενώ αυτές είχαν φορτωθεί με άσχημους, γέρους και ασθενικούς συζύγους. 

Οι αδελφές αποφάσισαν να δώσουν στην Ψυχή ένα σκληρό μάθημα. Ο Έρως, που ακόμα η Ψυχή δεν γνώριζε ότι αυτός είναι ο εραστής της, επανέλαβε την προειδοποίησή του για τις αδερφές της και έπειτα της είπε ότι αυτή ήταν έγκυος. Εάν δεν έλεγε τίποτα στις αδερφές της, θα γεννούσε ένα θείο μωρό, διαφορετικά το παιδί θα ήταν ένας κοινός θνητός. Η Ψυχή είχε εκσταστιαστεί με αυτά τα νέα, αλλά δεν πήρε στα σοβαρά την προειδοποίηση ότι οι αδελφές της δεν έρχονται με καλό σκοπό.

Βαθμιαίως, χρησιμοποιώντας δόλια τεχνάσματα, οι αδελφές της κατόρθωσαν να κερδίσουν τη συμπάθειά της και εκείνη, ξεχνώντας το ψέμα που τους είχε πει την προηγούμενη φορά, ότι ο άντρας της ήταν ένας ευκατάστατος πωλητής, αν και αρκετά ηλικιωμένος. Οι αδελφές της, ακόμα πιο ζηλόφθονες, και κορόιδεψαν την Ψυχή ότι ένας χρησμός τους είχε πει πως ο σύζυγός της ήταν στην πραγματικότητα ένας δράκος που θα την καταβρόχθιζε όταν γεννούσε το παιδί της. Η αφελής Ψυχή έχασε εντελώς το θάρρος της έπειτα από αυτό, παραδέχτηκε ότι δεν ήξερε ποιος ήταν ο σύζυγός της και ικέτεψε τις αδελφές την να την βοηθήσουν. Τη συμβούλεψαν να έχει ένα αιχμηρό μαχαίρι έτοιμο δίπλα στο κρεβάτι της και να κρύψει εκεί και ένα κερί. Μόλις ο σύζυγός της αποκοιμιόταν, θα έπρεπε να το κρατήσει ψηλά και να δει αν όσα της είπαν ήταν αληθινά. Εάν ήταν έτσι, θα έπρεπε να τον καρφώσει με το μαχαίρι. Έπειτα οι αδελφές της θα την έπαιρνα από το παλάτι και θα κανόνιζαν να παντρευτεί με ένα θνητό.

ΔοκιμασίαΕπεξεργασία

Η Ψυχή αποφάσισε να το δοκιμάσει, αλλά όταν κοίταξε τον σύζυγό της κάτω από το φως του κεριού είδε ότι ο άντρας της ήταν ο ίδιος ο φτερωτός Έρωτας. Το τόξο και τα βέλη του ήταν δίπλα στο κρεβάτι. Από περιέργεια η Ψυχή ακούμπησε ένα από τα βέλη του και πληγώθηκε από την άκρη του, κάνοντάς την να ερωτευτεί τον Έρωτα σφόδρα. Ωστόσο το κερί έσταξε πάνω στον ώμο του κοιμισμένου Έρωτα ο οποίος ξύπνησε ξαφνιασμένος και πέταξε μακριά, εξαγριωμένος με την Ψυχή που δεν κράτησε το λόγο της. Εκείνη πρόλαβε να πιαστεί από το πόδι του και υψώθηκε στον αέρα μαζί του.

Psyche Opening the Door into Cupid's Garden.jpg

Όταν η εξάντληση την ανάγκασε να τον αφήσει, ο Έρως αναγνώρισε ότι δεν είχε πραγματοποιήσει τις οδηγίες της μητέρας του κατά γράμμα, είχε πληγωθεί από τα βέλη του και επομένως ερωτεύτηκε απελπισμένα την Ψυχή. Κατάλαβε ότι οι αδελφές της την παραπλάνησαν και αποφάσισε να τις τιμωρήσει. Πέταξε έπειτα μακριά και άφησε την Ψυχή στην ερημιά. Ο Πάν, θεός της φύσης, τη λυπήθηκε και τη συμβούλεψε να προσπαθήσει να κερδίσει ξανά την εύνοια του Έρωτα. 

Η Ψυχή ακολούθησε ένα μεγάλο μονοπάτι και βρέθηκε σε μια πόλη όπου κυβερνούσε ο σύζυγος μιας από τις αδελφές της. Είπε στην αδελφή της τι είχε συμβεί αλλά τελείωσε την ιστορία της λέγοντας ότι ο Έρωτας ήθελε τώρα να παντρευτεί αυτή την αδελφή. Εκείνη τρελάθηκε από επιθυμία, επινόησε μια δικαιολογία για το σύζυγό της και έτρεξε στην κορυφή του βουνού, εκεί όπου είχε αφεθεί αρχικώς η Ψυχή. Ρίχτηκε στο κενό με την ελπίδα ότι ο Έρωτας θα την έπιανε, αλλά έγινε κομμάτια και την έφαγαν τα πουλιά και τα ζώα που τρώνε ψοφίμια. Η Ψυχή τότε έφυγε μακριά για να επισκεφτεί την άλλη αδελφή της λέγοντάς την την ίδια ιστορία όπου και αυτή ρίχτηκε από την άκρη του βουνού.

Στο μεταξύ ο Έρως μαράζωνε στο κρεβάτι της μητέρας του με φοβερούς πόνους από το έγκαυμα. Ένας γλάρος είπε στην Αφροδίτη, που έπαιζε στη θάλασσα τι συμβαίνει στον γιο της. Ο γλάρος επισήμανε ότι υπήρχαν λίγες πιθανότητες να επιστρέψουν οι άνθρωποι στην λατρεία του Έρωτα και της Αφροδίτης και ότι η ασχήμια και το μίσος κυβερνούσαν τώρα τον κόσμο.

H οργή της ΑφροδίτηςΕπεξεργασία

Όταν η Αφροδίτη άκουσε ότι ο Έρωτας είχε πάρει την Ψυχή για αγαπημένη του, πήγε οργισμένη σ' αυτόν και τον επέπληξε. Αποφάσισε να αφήσει τον γιο της να υποφέρει πολύ περισσότερο και έφυγε πάλι απο το παλάτι της. Η Δήμητρα και η Ήρα, που τη συνάντησαν τυχαία, της επισήμαναν ότι ο γιος της ήταν ένα πλήρως ενηλικιωμένο άτομο και ότι είχε δικαίωμα να αποφασίσει ο ίδιος για την ερωτική του ζωή αλλά η θεά της αγάπης δεν λογικευόταν. 

Η Ψυχή, εν τω μεταξύ, περιπλανιόταν ακόμα απελπισμένα από μέρος σε μέρος αναζητώντας τον σύζυγό της. Ικέτεψε την Δήμητρα και την Ήρα να την βοηθήσουν, αλλά οι δύο θεές αρνήθηκαν να κάνουν οτιδήποτε για αυτήν. Τότε η Ψυχή αποφάσισε να προσεγγίσει την Αφροδίτη για να προσπαθήσει να κατευνάσει το θυμό της. Ούτε η θεά του έρωτα καθόταν αδρανής. Με το άρμα που έφτιαξε για αυτή ο Ήφαιστος, πήγε να δει τον Δία και ζήτησε την βοήθεια του Ερμή για να μπορέσει να εντοπίσει την Ψυχή. Ο Ερμής ζήτησε από τους ανθρώπους να δηλώσουν εάν και που είχαν δει την Ψυχή. 

Vouet-Psyché-Lyon.jpg

Σχεδόν αμέσως, ένας υπηρέτης της Αφροδίτης αναγνώρισε την Ψυχή και την έσυραν στο παλάτι της θεάς από τα μαλλιά. Η Αφροδίτη ξυλοφόρτωσε την άτυχη Ψυχή χωρίς να ξέρει ότι η κοπέλα ήταν έγκυος. Έσκισε τα ρούχα της και την διέταξε να διαβαθμίσει και να ταξινομήσει μια απέραντη ποσότητα όλων των ειδών σιταριού και φασολιών. Η Ψυχή δεν είχε καμιά ιδέα από που να αρχίσει αλλά τα μυρμήγκια την βοήθησαν και ταξινόμησαν όλους τους κόκκους γι' αυτήν.

Η Αφροδίτη υποψιάστηκε ότι κάποιος είχε βοηθήσει την Ψυχή και τη διέταξε να φέρει μια τούφα μαλλιού από κάποια χρυσόμαλλα άγρια πρόβατα. Αυτή τη φορά, ένα καλάμι που φύτρωνε στην όχθη του ποταμού βοήθησε το απελπισμένο κορίτσι. Τη συμβούλεψε να αποφύγει τα πρόβατα κατά τη διάρκεια των καυτών ωρών της ημέρας και αργότερα, όταν αυτά θα ξεκουραζόταν στη σκιά, να μαζέψει μερικό μαλλί που θα είχε κολλήσει στα κλαδιά. Πάλι όμως η Αφροδίτη δεν ήταν ικανοποιημένη. Η Ψυχή έπρεπε τώρα να ανέβει στη κορυφή ενός βουνού και να γεμίσει ένα κρυστάλλινο αγγείο με μαύρο νερό απο μια πηγή που προερχόταν από τον ποταμό του Κάτω Κόσμου Στύγα. Η καρδιά της Ψυχής βούλιαζε καθώς ανέβαινε στο βουνό. Δράκοι βγήκαν από τις τρύπες τους, ενώ ακόμα και τα νερά ύψωσαν τις φωνές τους για να την αποθαρρύνουν. Σε εκείνο το σημείο ένας αετός, που ήταν φίλος του Έρωτα, έτρεξε να τη βοηθήσει. 

Συμβούλεψε την Ψυχή να μην πάει η ίδια να πάρει το επικίνδυνο νερό και γέμισε εκείνος το δοχείο γι' αυτή. Άλλη μια φορά η Αφροδίτη δεν ήταν ικανοποιημένη. Έδωσε στην Ψυχή ένα μικρό κουτί και της είπε να κατέβει στον Κάτω Κόσμο. Εκεί έπρεπε να γεμίσει το κουτί με την κρέμα ομορφιάς που χρησιμοποιούσε η σύζυγος του ΆδηΠερσεφόνη. Η Ψυχή ήταν έξω φρενών και συλλογίστηκε να πηδήξει από έναν πύργο. Ο πύργος, ωστόσο, τη λυπήθηκε και της εξήγησε πως θα μπορούσε να εξασφαλίσει την ασφαλή επιστροφή της από τον Κάτω Κόσμο. Είπε στην Ψυχή να πάρει μερικά νομίσματα μαζί της για τον πορθμέα Χάροντα και ειδικά γλυκά για να προσφέρει στο αιμοδιψές, τρικέφαλο σκυλί - φρουρό του Άδη, Κέρβερο. Έπρεπε επίσης να προσέχει για έναν κουτσό που θα οδηγούσε ένα μουλάρι καθώς και έναν γέρο άνδρα που θα γλιστρούσε στη Στύγα και ίσως της ζητούσε να τον πάρει στη βάρκα του Χάροντα, γιατί ήταν παγίδες που έβαλε η Αφροδίτη. Εάν η Περσεφόνη προσκαλούσε την Ψυχή να αισθανθεί σαν στο σπίτι της και της πρόσφερε γεύμα, έπρεπε να το αρνηθεί και να δεχτεί μόνο μια κόρα από ψωμί.

Psyche-Waterhouse.jpg

Η Ψυχή ακολούθησε προσεκτικά τις οδηγίες του πύργου και είχε θερμή υποδοχή από την Περσεφόνη. Η θεά γέμισε αμέσως το κουτί με το βάλσαμο και η Ψυχή επέστρεψε ασφαλής από το βασίλειο των νεκρών. 

Ύστερα όμως δεν μπόρεσε να νικήσει την περιέργειά της και άνοιξε το κουτί. Δεν φάνηκε να υπάρχει τίποτα μέσα σ' αυτό αλλά η Ψυχή έπεσε αμέσως σε βαθύ ύπνο.

Γάμος του Έρωτος και της ΨυχήςΕπεξεργασία

Εν τω μεταξύ ο Έρως είχε αναρρώσει από το έγκαυμά του. Γεμάτος με σφοδρή επιθυμία για την Ψυχή, δραπέτευσε από το δωμάτιο στο οποίο τον είχε φυλακίσει η μητέρα του, βρήκε την αγαπημένη του και επέστρεψε τον ληθαργικό ύπνο στο κουτί, βοηθώντας την Ψυχή να εκτελέσει την αποστολή της πλήρως. Πέταξε έπειτα μέχρι τον Δία για να τον ικετέψει να εγκρίνει τον γάμο του μαζί της[3]

Ο Δίας συμφώνησε με το αίτημα του Έρωτα και κάλεσε τους θεούς να συγκεντρωθούν για να τους γνωστοποιήσει την απόφασή του. Δήλωσε ότι ο Έρωτας έπρεπε τώρα να αρχίσει να φέρεται επιτέλους όπως ένας αληθινός σύζυγος και όχι ως επιπόλαιος νέος, και κατέστησε σαφές στην Αφροδίτη ότι ο Έρωτας δεν είχε κάνει κακό γάμο, επειδή η Ψυχή θα γινόταν θεά. Ανέθεσε στον Ερμή να φέρει το κορίτσι στον Όλυμπο, όπου ο γάμος γιορτάστηκε με χαρά. Ο Έρωτας και η Ψυχή παρέμειναν σύζυγοι και απέκτησαν μία κόρη, την Ηδονή.

Η ιστορία όπως ειπώθηκε εδώ, μια παγκοσμίως διάσημη ιστορία, σχετίζεται με τον Ρωμαίο συγγραφέα Απουλήιο που την περιλαμβάνει στην ανθολογία του, Ο χρυσός γάιδαρος[4]. Εκτός από συγγραφεύς, ο Απουλήιος ήταν και φιλόσοφος και ενίσχυσε την ιστορία του με πολλές συμβολικές έννοιες. Η Ψυχή αντιπροσώπευε την ψυχή και ο Έρωτας τη θεϊκή αγάπη. Μόνο υπερνικώντας τη θεία αγάπη μπορούσε η ψυχή να βρει την αληθινή ολοκλήρωσή της.,

  XVI Χαρὰ χαρά. Δὲ μᾶς νοιάζει τί θ᾿ ἀφήσει τὸ φιλί μας μέσα στὸ χρόνο καὶ στὸ τραγούδι. Ἀγγίξαμε τὸ μέγα ἄσκοπο ποὺ δὲ ζητᾷ τὸ σκοπό του. ...